“το αντρέα το ξέρω από όταν ήρθα πάτρα. εγκώ ντούλευα σε ένα μπαράκι του ξαδέρφου του και εκεί γκνωριστήκαμε. έπινε πολύ στην αρχή. και κάπνιζε τρία πακέτα τη μέρα. θάνατος δεν είναι αυτό; και χασίσια και όλα. μη λέμε ψέματα. στην αρκή αυτά. τώρα έχει κόψει τα πολλά. γιατί αγκαπούσε μία κοπέλα. και αυτή τον αγκαπούσε. αφού μένανε και μαζί. κρυφά όμως. πρώτα ντεν τον ήθελαν οι φίλοι της. πετσί τον έλεγαν.
τι κουβέντες είναι αυτές; μετά ντεν τον ήθελαν οι ντικοί της γιατί ήταν άνεργκο. η κοπέλα σπούδαζε ντασκάλα στο πανεπιστήμιο. τον λυπόμουν να πω αλήθεια. μετά γκνώρισε εμένα. στην αρκή ντε με υπολόγιζε. με είχε, να το πω έτσι, σαν πουτάνα. μπαρόβια. ξέρεις. αλλά μετά κατάλαβε. κι εγώ ντασκάλα μουσικής είχα σπουδάσει στην ουκρανία. αλλά είναι πολύ φτωχά εκεί. πρώτα γκνώρισα τον ξάδερφό του τον θοδωράκο τον πρώην μπάτσο που έκει το μπαράκι που ντουλεύω. ντεν είχαμε ούτε ένα ευρώ και πάλι καλά μας πήρε αυτός εμένα και την φίλη μου να ντουλέψουμε παράνομα. ντεν είχαμε κάρτα τότε. μας βοήθησε εντάξει.τους φοβόμοσταν στην αρκή. καταλαβαίνεις; ντεν λέω πως είναι κακοί. αλλά άμα ξέρεις πως έχει όπλο πάνω του φοβάσαι. όμως όλο τον βασανίζει κάτι. τι έχει δε λέει κανενός. μου λέει θέλει να με πάρει. εγκώ τον πιστεύω. γιατί να μου πει ψέμματα; αλλά μια κουβέντα που είπε του πατέρα του για μένα παραλίγκο να σκοτωθούνε. ντε με θέλουνε γιατί είμαι ξένη. μπορεί και επειντή ντουλεύω στο μπαρ. ειντικά η αδερφή του που είναι και μορφωμένη κοπέλα, γιατί να με λέει πουτάνα; ντροπή ντεν είναι αυτό; ντασκάλα ήμουνα και ‘γκώ…καταλαβαίνεις;”