-΄Ετσι ήταν τα σπίτια πριν από το σεισμό; Με ρώτησε με απορία κοιτάζοντας ένα ερειπωμένο σπίτι, στα πρώτα σπίτια του Περαχωριού, σε μια καλοκαιρινή μας βόλτα, μια ελληνοαυστραλέζα ξαδέλφη μου, που μας επισκέφτηκε για πρώτη φορά. Στους μισογκρεμισμένους τοίχους του είδε μια «σκαντζά» , ξέρετε τα ράφια που είχαν οι κουζίνες παλιά στους τοίχους και βοήθαγαν τη νοικοκυρά τοποθετώντας πάνω καφεκούτια και άλλα χρήσιμα κουτάκια όπως αλατιού, πιπεριού κλπ. Σ΄αυτή την σκαντζά λοιπόν, υπήρχαν ανέπαφα ένα τηγανάκι, ένα μπρίκι και κουτιά διάφορα, ανέπαφα. ΄Ηταν πράγματι περίεργο. Εδώ ρήμαξε ολόκληρο το σπίτι, δεν έμεινε καβελαριά, τοίχοι ολόκληροι έλειπαν, η σκαντζά όμως καθώς και η ξύλινη εξώπορτα ,ξεχαρβαλωμένη βέβαια με ένα πρόχειρο λουκέτο, έστεκαν εκεί και περίμεναν. Τι; Μα τους νοικοκυραίους φυσικά. Αντιστέκονταν σθεναρά στη φθορά του χρόνου και στην εξέλιξη. Γερασμένα, σκονισμένα, σκουριασμένα, αυτά τα άψυχα αντικείμενα άντεχαν, περιμένοντας. Παράξενο, σκέφτηκα. ΄Ισως και να μη ζούν , μετά από εξήντα χρόνια πια οι ιδιοκτήτες του. Αυτά εκεί , αντιστέκονταν πιστά, περίμεναν μια επιστροφή. Διάφορες σκέψεις πέρασαν απ΄το μυαλό μου.΄Ηταν σαν να έλεγαν στους περίεργους που τα κοιτούσαν : Δεν θα αφεθούμε εύκολα στο μπετόν. Θα παραμείνουμε όπως ήμασταν γιατί αγαπηθήκαμε. Δεν μπορεί θα επιστρέψουν οι νοικοκυραίοι μας μια μέρα. Θα μας βρουν όπως μας άφησαν. Δεν τους προδώσαμε. Ρομαντικές βλακείες θα πείτε. ΄Ισως . Αλλά δεν μου το βγάζεις από το νού, ότι το σπίτι αυτό αγαπήθηκε πραγματκά . Δεν γίνεται αλλιώς. Κάτι δυνατό τα διατηρεί όλα αυτά τα μικροπραγματάκια ανέπαφα στο χρόνο.
Όταν οι αναμνήσεις είναι έντονες, όταν επικοινωνείς, έστω και με τη σκέψη σου με κάτι, δεν πεθαίνει , σε περιμένει. Μόνο ότι αφήνεις σε αφήνει, λένε, κι έχουν δίκιο.
΄Ένα χαλέπεδο με ψυχή λοιπόν!