ριζοσπάστης αρσενικό
αυτός που αρνείται το παρελθόν και υιοθετεί ή προτείνει κάτι το ριζικά καινούριο όσον αφορά την πολιτική και κοινωνική συγκρότηση
ριζοσπάστης < ρίζα + σπάω + -της, από το αγγλικό radical
Ριζοσπαστισμός
Η έννοια του όρου υποδηλώνει μια σύνθετη συμπεριφορά, που τα κύρια χαρακτηριστικά στοιχεία είναι τα εξής : 1) Η έντονη στάση του ατόμου απέναντι σε ένα ορισμένο κοινωνικό θεσμό ή κοινωνική τάξη. 2) Η ξεχωριστή φιλοσοφία κι ένα ορισμένο πρόγραμμα κοινωνικής αλλαγής, το οποίο αποβλέπει στη συστηματική καταστροφή αυτού που μισεί ο ριζοσπάστης και την αντικατάσταση του από ια πίστη, μορφή τέχνης, επιστήμης ή κοινωνίας κ.λπ., που λογικά αποδεικνύεται ως πιο σωστή ή τουλάχιστον πιο δίκαιη από αυτήν που καταδικάζεται. 3) Ο ριζοσπαστισμός τείνει με διάφορες μεθόδους και δημοκρατικούς όρους να ορίσει τους σκοπούς.
Η συναισθηματική εκτόνωση του ριζοσπάστη κατευθύνεται εναντίον των τάξεων και υπέρ των μαζών, εναντίον των προνομιούχων και υπέρ των μη προνομιούχων, εναντίον η των ιδιοκτητών και υπέρ των ακτημόνων, η δε εύνοια του απλώνεται στο σύνολο και όχι στο άτομο.
ριζοσπαστισμός = μια προοδευτική φιλελεύθερη ιδεολογία.
φιλελευθερισμός
Ρεύματα
Κλασσικός φιλελευθερισμός
Αμερικανικός φιλελευθερισμός
Οικονομικός φιλελευθερισμός
Ordoliberalism
Ριζοσπαστισμός
Κοινωνικός φιλελευθερισμός
Ιδέες
Συνεισφορές στη φιλελεύθερη θεωρία
Ελεύθερη αγορά · Μικτή οικονομία
Μεμονωμένα δικαιώματα · Αστικά δικαιώματα
Αρνητική ελευθερία · Θετική ελευθερία
Φιλελεύθερη δημοκρατία
Ανοικτή κοινωνία
Συμβαλλόμενα μέρη
Φιλελευθερισμός παγκοσμίως
Φιλελεύθερος διεθνής
Ο όρος Ριζοσπάστης (λατινικά βάση η σημασία της ρίζας) έχει χρησιμοποιηθεί από τον πρόσφατο 18$ος αιώνας σαν ετικέτα μέσα στη πολιτική επιστήμη για εκείνους που ευνοούν ή που προσπαθούν να παραγάγουν τις αδιάλλακτες ή ακραίες πολιτικές μεταρρυθμίσεις που μπορούν να περιλάβουν τις αλλαγές στην κοινωνική τάξη σε μεγαλύτερη ή μικρότερη έκταση.
editing: d.d.manias