Μια και το έχει η μέρα σήμερα να πούμε και κάτι για την έννοια της αναρχίας αν και δεν είμαι ειδικός και μπορεί να πιάσουνε κανένα τα γέλια.
Να απαντήσω λοιπόν όπως το καταλαβαίνω στο φίλο Μάκη για το περί αναρχικού Χριστού.
Πιάνοντας κάποιες αρχές της αναρχίας που δε ξέρω αν έχουν ξεκαθαριστεί θα πω ότι ο Χριστός δίδαξε πίστη και φόβο στον ένα Θεό που βλέπει τα πάντα και έχει απόλυτη εξουσία. Που δένει το αναρχικό πνεύμα? Έπειτα «τα του Θεού τω Θεώ και τα του Καίσαρι τω Καίσαρι», δεν δείχνουν αναρχία, αντιθέτως ιεράρχηση.
Το δεύτερο βέβαια μπορεί και να μη το είπε, αλλά το πρώτο για τον πατέρα Θεό ισχύει.
Αυτό πάλι που δε καταλαβαίνω είναι πως θα δημιουργηθεί κοινωνία-ες αναρχικών όταν καμία αρχή δε θα υπάρχει να επιβάλει την τάξη και όποια τυχόν θα δημιουργηθεί θα είναι μια απλή μορφή κράτους πράγμα απαράδεκτο με την έννοια της αναρχίας?
Αν τώρα δεν υπάρχει πρόβλημα επιβολής τάξης πρέπει να έχουν όλα τα μέλη αναρχικά μυαλά, πως όμως?
Η μόνη λύση που βλέπω είναι την γέννηση αναρχικών δια κλωνοποιήσεως.
Αναρχάκι ένα, αναρχάκι δύο, αναρχάκι τρία κλπ.
Οι περισσότερες όμως μορφές κοινωνίας δια κλωνοποιήσεως δεν έχουν ποτέ προβλήματα, γιατί πρέπει σώνει και καλά να είναι αναρχικές?
Χουά χα χα χα χα.
Ανάρτηση από τον/τη aris στο I love Ithaki. gr τη 10 Φεβρουαρίου 2013 – 2:05 π.μ.
άσχετο:
O αναρχισμός (αγγλικά: anarchism, ισπανικά: anarquismο) είναι ένα ιδεολογικό πολιτικό και κοινωνικό κίνημα. Ετυμολογικά προέρχεται από την ελληνική λέξη αρχή (=εξουσία) και το στερητικό α. Στην κυριολεξία αναρχία σημαίνει «χωρίς εξουσία» και το κοινό χαρακτηριστικό όλων των αναρχικών κινημάτων είναι το αίτημά τους για κατάργηση του κράτους, το οποίο βλέπουν ως βασικό καταπιεστικό παράγοντα περιορισμού της ελευθερίας του ατόμου ή / και της κοινωνίας. Ο όρος αναρχισμός αρχικά είχε αρνητική έννοια, διότι αναρχία στην καθομιλουμένη συνήθως σήμαινε χάος κοινωνικό, πολιτικό και όχι μόνο. Δήλωνε δηλαδή την αταξία ή υπήρχαν φορές που ταυτιζόταν με αντικαθεστωτικές βομβιστικές ενέργειες οι οποίες χαρακτηρίζονταν τρομοκρατικές. Η απαραίτητη σύνδεση με τη βία και το χάος ωστόσο είναι προπαγανδιστική, καθώς ορισμένοι θεωρητικοί αναρχικοί θεωρούν τη βία όχι μόνο ακατάλληλο μέσο επιβολής, αλλά επίσης την εξισώσουν με την αστική ηθική, εγκρίνοντάς την μόνο ως μέσο αυτοάμυνας.
Η λέξη αναρχία, όπως τη χρησιμοποιούν οι περισσότεροι αναρχικοί, δηλώνει μια αρμονική αντιεξουσιαστική και αταξική κοινωνία, που στηρίζεται στις δυνατότητες της εθελοντικής συνεργασίας και αμοιβαίας βοήθειας των ανθρώπων με βάση τον ατομικό αυτοπροσδιορισμό και την προσωπική συμμετοχή. Στη θέση των σημερινών ιεραρχικών, εξουσιαστικών πολιτικών δομών και οικονομικών θεσμών, οι αναρχικοί προτείνουν κοινωνικές σχέσεις θεμελιωμένες στην «εκούσια» ομαδική συγκρότηση αυτόνομων ατόμων, την αλληλεγγύη και την αυτοδιαχείριση. Ενώ συχνά ο αναρχισμός ορίζεται από αυτό στο οποίο εναντιώνεται, εντούτοις οι αναρχικοί ανά τις εποχές προσέφεραν σύμφωνα με το όραμα για αυτό που πιστεύουν ότι είναι η αληθινά ελεύθερη κοινωνία. Ωστόσο, οι αντιλήψεις για το πώς μπορεί να είναι λειτουργική μια τέτοια κοινωνία πιθανώς διαφέρουν πολύ, ιδιαίτερα όσον αφορά την οργάνωση των οικονομικών της σχέσεων.
Οι αναρχικοί απορρίπτουν όλες τις μορφές κοινοβουλευτικής πολιτικής δράσης ως ανούσιες και προσβλέπουν σε μία «κοινωνική επανάσταση» (αναρχοκολεκτιβιστές / αναρχοκομμουνιστές), σε γενικές εργατικές απεργίες (αναρχοσυνδικαλιστές) ή σε μία καθολική «ανυπακοή των μαζών» (αναρχοατομικιστές), προκειμένου να επέλθει η αναρχία. Η χρήση αντικρατικής βίας, είτε κατά την επαναστατική αυτή διαδικασία είτε νωρίτερα υπό μορφή ακτιβισμού, από κάποιους αναρχικούς απορρίπτεται ρητά ως εξουσιαστική πρακτική, ενω από άλλους θεωρείται αναγκαία προκειμένου να εξασφαλιστεί η άμυνα των εξεγερμένων, η κινητοποίηση της κοινωνίας και η ήττα των δυνάμεων του κράτους.
Προϊστορία
Η πρώτη αναφορά της λέξεως αναρχία υπάρχει στο έργο Επτά επί Θηβας (467 π.Χ.) του Αισχύλου. Εκεί η Αντιγόνη ανοιχτά αρνείται να αποδεχτεί το διάταγμα των κρατούντων να αφήσει άθαφτο το πτώμα του αδερφού της Πολυνείκη, ως τιμωρία για τη συμμετοχή του στην επίθεση κατά των Θηβών, λέγοντας:
Ακόμα και αν κανείς άλλος δεν επιθυμούσε να συμμετάσχει στην ταφή, εγώ μόνη μου θα τον έθαβα και θα έπαιρνα το ρίσκο που θα σημαίνει η ταφή του αδερφού μου. Ούτε ντρέπομαι να δράσω ενάντια αψηφώντας τη βούληση των κρατούντων (ούδ’ αισχύνομαι έχουσ’ άπιστον τηνδ’ αναρχίαν πόλει).
Οι αναρχικές αντιλήψεις επίσης έχουν αναχθεί σε θρησκείες όπως ο βουδισμός, αλλά και σε φιλοσοφικές σχολές σκέψης. Σύμφωνα με τον Πιοτρ Κροπότκιν οι στωικοί, με κορυφαίο τον Ζήνωνα, «αποστρέφονταν την παντοδυναμία του κράτους, την επέμβασή του και τον κρατισμό και διακήρυσσαν την κυριαρχία του ηθικού νόμου του ατόμου».[1] Έτσι σύμφωνα με τον Κροπότκιν, ο Ζήνων ήταν ο καλύτερος υπέρμαχος της αναρχίας στον αρχαίο κόσμο.
Αναρχοατομικισμός και το κλασικό αναρχικό κίνημα
Η πρώτη επίσημη γνωστοποίηση αναρχικών θέσεων προήλθε από τον ατομικιστή αναρχικό Ουίλιαμ Γκόντγουιν (William Godwin). Ήταν αυτός που στο έργο του Έρευνα για την πολιτική δικαιοσύνη πραγματεύτηκε μία μορφή ακραίου πολιτικού φιλελευθερισμού, ο οποίος έδινε έμφαση στην πλήρη ελευθερία του ατόμου από την κρατική καταπίεση. Οι ατομικιστές έφταναν στο σημείο να πριμοδοτούν στον λόγο τους το άτομο όχι μόνο έναντι του κράτους, όπως οι συνήθεις φιλελεύθεροι, αλλά και ευρύτερα έναντι της κοινωνίας (π.χ. αρνούμενοι συλλογικούς τρόπους λήψης αποφάσεων όπως η άμεση δημοκρατία, καθώς έβλεπαν την τελευταία ως δεσμευτική και καταπιεστική απέναντι στις εκλογικές μειοψηφίες). Όσον αφορά την ελεύθερη αγορά ορισμένοι ατομικιστές την αποδέχονταν ως φυσικό τρόπο διανομής αγαθών, ενώ άλλοι την θεωρούσαν έναν εγγενώς καταπιεστικό μηχανισμό.
Στη συνέχεια εμφανίστηκαν τάσεις κοινωνικού αναρχισμού μες στο ευρύτερο σοσιαλιστικό κίνημα[2] και τελικά ο αναρχισμός, ως μια ξεχωριστή πολιτική ιδεολογία, διακρίθηκε το 1870 όταν ο Μιχαήλ Μπακούνιν και οι υποστηρικτές του αποσπάστηκαν από την Πρώτη Διεθνή (ή Διεθνή Ένωση των Εργατών) που είχαν ιδρύσει ο Καρλ Μαρξ και ο «πατέρας της αναρχίας» Πιερ-Ζοζέφ Προυντόν. Οι αναρχικοί αυτοί, περίπου από το 1860 έως τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, συμμετείχαν ενεργά στο εργατικό κίνημα παράλληλα με όλες τις σοσιαλιστικές πολιτικές ομάδες (βλέπε π.χ. την Εργατική Πρωτομαγιά του 1886). Το όραμά τους για το μέλλον συνήθως αφορούσε μία κομμουνιστική ή κολεκτιβιστική αντεξουσιαστική κοινωνία, η οποία θα λειτουργεί αμεσοδημοκρατικά σε επίπεδο τοπικών κοινοτήτων και θα βασίζεται στην εργατική αυτοδιεύθυνση.
Η πίστη του Μπακούνιν σε έναν «αντιεξουσιαστικό σοσιαλισμό» ήταν αυτή που οδήγησε στη διαγραφή του από τη Διεθνή και έβαλε τα θεμέλια για τον αναρχοκολεκτιβισμό ή κολεκτιβιστικό αναρχισμό, πάνω στον οποίο στηρίχτηκαν οι περισσότερες αναρχικές θεωρίες όπως ο αναρχοσυνδικαλισμός, ο οικοαναρχισμός, ο αναρχοκομμουνισμός κλπ. Με βάση λοιπόν τον αναρχοκολεκτιβισμό, ο αναρχισμός του 20ου αιώνα αρνείται τη μεταβατική περίοδο της δικτατορίας του προλεταριάτου (που ήταν μία από τις κύριες διαφωνίες του Μαρξ με τον Μπακούνιν), που προτείνουν οι μαρξιστές για το πέρασμα στην ιδεατή αταξική, κομμουνιστική κοινωνία. Επίσης, προωθεί την αυτοδιαχείριση και εστιάζει στην προσωπική ευθύνη που έχει το άτομο για τις πράξεις του απέναντι στον εαυτό του και το κοινωνικό σύνολο, του οποίου είναι μέλος. Για τον κοινωνικό αναρχισμό χρησιμοποιείται και ο όρος ελευθεριακός σοσιαλισμός, ο οποίος όμως είναι ευρύτερος.[3]
Ο Μπακούνιν, O Κροπότκιν και ο Ερρίκο Μαλατέστα εκπροσωπούσαν μία μερίδα του κλασικού αναρχικού κινήματος, η οποία περί τα τέλη του 19ου αιώνα ενέκρινε βίαιους τύπους μεμονωμένου και ατομικού ακτιβισμού (κυμαινόμενους από ληστείες τραπεζών μέχρι πολιτικές δολοφονίες) ως αντίβαρο στην καταπίεση της κοινωνίας από το κράτος και ως τρόπο ριζοσπαστικοποίησης της κοινωνίας ώστε να επέλθει ταχύτερα η επανάσταση (βλ. έμπρακτη προπαγάνδα). Οι πρακτικές αυτές εγκαταλείφθηκαν κατά μεγάλο μέρος μετά τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο, λόγω της διαφαινόμενης αποτυχίας τους να επιταχύνουν την πορεία προς μία αναρχική επανάσταση, της σύνδεσής τους με την τρομοκρατία, της ανόδου του οργανωμένου αναρχοσυνδικαλισμού και της επιτυχίας της Οκτωβριανής Επανάστασης.
Νεότερος αναρχισμός
Οι στόχοι του αναρχισμού, καθώς και οι τρόποι επίτευξης των στόχων αυτών, αντιμετώπισαν ισχυρή κριτική και θεωρήθηκαν ουτοπία από τους μαρξιστές. Μετά την Οκτωβριανή Επανάσταση και την κατοπινή επικράτηση των λενινιστών στη Σοβιετική Ένωση (αν και στα γεγονότα είχαν συμμετάσχει και πολλοί αναρχικοί), η απήχηση του αναρχισμού περιορίστηκε σημαντικά σε σχέση με άλλους πολιτικούς χώρους όπως ο κρατικιστικός σοσιαλισμός ή ο φιλελευθερισμός,[4] με μόνη σημαντική εξαίρεση την Ισπανική Επανάσταση του 1936. Ωστόσο κατά τις δεκαετίες του 1960 και του ’70, με την εμφάνιση στις χώρες της Δύσης αντικαθεστωτικών πολιτισμικών κινημάτων όπως το αντεργκράουντ ή η πανκ μουσική, και υπό την επιρροή του Ψυχρού Πολέμου, του πολέμου στο Βιετνάμ, της τρέχουσας τότε οικονομικής ύφεσης, της Νέας Αριστεράς και του αφροαμερικανικού κινήματος πολιτικών δικαιωμάτων, ο αναρχισμός γνώρισε μία νέα άνθηση η οποία οδήγησε σε σημαντικές θεωρητικές εξελίξεις και μία νέα πολυδιάσπαση του χώρου. Αφετηρία αυτών των εξελίξεων στάθηκε η αμφισβήτηση, ακόμα και από μαρξιστές, του κατά πόσον η ταξική ταυτότητα καθορίζεται αποκλειστικά από αντικειμενικούς παράγοντες όπως οι παραγωγικές σχέσεις (π.χ. η ιδιότητα του μισθωτού εργαζομένου) και όχι από την υποκειμενική πρόσληψη της καταπίεσης από το status quo (π.χ. άνεργοι, νοικοκυρές, φοιτητές, εθνοτικές ή φυλετικές μειονότητες κλπ).
Έτσι ο ανανεωμένος αυτός αναρχισμός αναδύθηκε μέσα από την τρέχουσα τότε αυτονομία (ένα δίκτυο ευρωπαϊκών σοσιαλιστικών κινημάτων από τον ευρύτερο χώρο του ελευθεριακού μαρξισμού) και από τα κοινωνικά κινήματα της δεκαετίας του ’60 και του ’70 που εστίαζαν σε μεμονωμένα ζητήματα, χωρίς απαραίτητα σαφώς καθορισμένη πολιτική τοποθέτηση (π.χ. φεμινισμός, οικολογικό κίνημα, αντιπυρηνικό κίνημα, φοιτητικό κίνημα). Έτσι προέκυψαν νέοι τύποι αναρχισμού όπως ο πράσινος αναρχισμός (π.χ. κοινωνική οικολογία, οικοαναρχισμός, πρωτογονισμός κλπ), και ο αναρχοφεμινισμός. Τα αυτόνομα και τα μονοθεματικά κινήματα του ’60 και του ’70 δώρισαν εν πολλοίς στις εν λόγω νέες αναρχικές τάσεις καινούργιες πρακτικές οι οποίες δεν συσχετίζονταν με το κλασικό αναρχικό ή με το εργατικό κίνημα, όπως το μαύρο μπλοκ, ή ευρύτερα η άμεση δράση, οι καταλήψεις εγκαταλελειμμένων κτηρίων και η έμφαση στη συναίνεση. Η τελευταία είναι ένας τύπος άμεσης δημοκρατίας όπου οι αποφάσεις δεν λαμβάνονται με πλειοψηφική ψηφοφορία, αλλά συνδιαμορφώνονται συμβιβαστικά με βάση τις απόψεις όλων.
Μία διάσημη κατάληψη στη Βαρκελώνη. Το κίνημα των καταλήψεων υπήρξε σημαντικό τμήμα της αντικουλτούρας των δεκαετιών του 1960 και ’70, η οποία έπαιξε μεγάλο ρόλο στη διαμόρφωση του σύγχρονου αναρχισμού.
Στο πλαίσιο των ίδιων αυτών διεργασιών προέκυψε κατά τη δεκαετία του ’70 και ο εξεγερσιακός αναρχισμός, καθοριζόμενος από την αντίθεσή του στην επίσημη ομοσπονδιακή οργάνωση των αναρχικών (όπως π.χ. συνηθίζουν οι αναρχοσυνδικαλιστές και κάποιοι αναρχοκομμουνιστές) και δίνοντας αντίθετα έμφαση στην αυθόρμητη ακτιβιστική δράση, με στόχο την υπεράσπιση αυτόνομων ζωνών (π.χ. καταλήψεις κτηρίων σε αστικά κέντρα) οι οποίες λειτουργούν ως ελεύθεροι χώροι στέγασης, νησίδες οικοδόμησης μη εμπορευματικών σχέσεων και δραστηριοτήτων (οικονομικών, κοινωνικών, πολιτικών, καλλιτεχνικών κλπ), ορμητήρια ενεργειών κατά κρατικών ή καπιταλιστικών συμβόλων και κέντρα μίας εναλλακτικής, αντιιεραρχικής κοινωνικοποίησης για τους συμμετέχοντες. Οι τελευταίοι είναι συνήθως άτυπα οργανωμένοι σε ένα δίκτυο αυτοτελών ομάδων συνάφειας, με αποτέλεσμα να είναι δυσκολότερη η καταστολή του ολικού κινήματος αλλά και, σύμφωνα με τους επικριτές τους, πιο εύκολη η διείσδυση πρακτόρων και προβοκατόρων σε αυτό. Σημαντικά για την ανάπτυξη του εξεγερσιακού αναρχισμού υπήρξαν τα γραπτά και η δράση του Αλφρέντο Μπονάνο και του Χακίμ Μπέι.
Παράλληλα, στη δεκαετία του 1980, κάποιοι Αμερικανοί αναρχικοί (π.χ. ο Μπομπ Μπλακ) άρχισαν να ασκούν κριτική στη συνήθη αντίληψη της συσχέτισης του αναρχισμού με την Αριστερά, εννοώντας με τον όρο Αριστερά κυρίως τον μαρξισμό, υποστηρίζοντας παράλληλα ότι η πάλη των τάξεων που περιέγραφαν οι σοσιαλιστές του 19ου αιώνα είναι μία ξεπερασμένη και παρωχημένη έννοια. Ως συνέπεια οι αναρχικοί αυτοί αποκήρυξαν κάθε άμεση σύνδεση του αναρχισμού με το εργατικό κίνημα και με τις παραδοσιακές μεθόδους πολιτικής δράσης και παρέμβασης του τελευταίου (π.χ. απεργίες, διαδηλώσεις, συνδικάτα κλπ), επικαλυπτόμενοι σε πολύ μεγάλο βαθμό με τον σύγχρονό τους εξεγερσιακό αναρχισμό και -στην Ευρώπη- αφομοιώνοντας εν πολλοίς τα παλαιότερα αυτόνομα κινήματα από τα οποία είχαν επηρεαστεί. Η τάση αυτή, η οποία έβλεπε τους μηχανισμούς και τις μεθόδους της παραδοσιακής Αριστεράς ως εγγενώς εξουσιαστικούς, εξαπλώθηκε γρήγορα διεθνώς και ονομάστηκε μετααριστερός αναρχισμός. Από τη γέννησή της αλληλεπίδρασε και επικαλύφθηκε σε κάποιον βαθμό με τον μεταμοντέρνο αναρχισμό ο οποίος αναδύθηκε μετά τη δεκαετία του 1960, επηρεασμένος από τον φιλοσοφικό μεταδομισμό στοχαστών όπως ο Ζαν Μποντριγιάρ, ο Ζιλ Ντελέζ και ο Μισέλ Φουκώ, από τα γεγονότα του Μάη του ’68 και από τον αναρχοατομικισμό του Μαξ Στίρνερ.
Για τον μεταμοντέρνο αναρχισμό η εξουσία δεν είναι μία αντικοινωνική υπερβατική ουσία η οποία διέπει το κράτος και το κεφάλαιο, αλλά ένα σύνολο σχέσεων που χαρακτηρίζουν κάθε τύπου αλληλεπιδράσεις μεταξύ ατόμων και δεν εκπορεύονται από ένα κέντρο μα ασκούνται κατανεμημένα από αμέτρητα σημεία.
Όλες αυτές οι εξελίξεις στο εσωτερικό του αναρχισμού έχουν δεχθεί ισχυρή κριτική από επικριτές τους, οι οποίοι συνήθως τους αντιπαραθέτουν τα χαρακτηριστικά του κλασικού κοινωνικού αναρχικού κινήματος όπως η σύνδεση με την ταξική πάλη και το εργατικό κίνημα, η επίσημη οργάνωση σε ομοσπονδίες μη τοπικού επιπέδου και το αίτημα της αμεσοδημοκρατικής εργατικής αυτοδιεύθυνσης. Ο κοινωνικός οικολόγος Μάρεϊ Μπούκτσιν έχει χαρακτηρίσει τον νεότερο αναρχισμό μία ασταθή και αποτυχημένη σύνθεση αναρχοατομικισμού, μεταμοντερνισμού και κλασικού κοινωνικού αναρχισμού, η οποία γρήγορα καταλήγει ανώδυνη, αδρανοποιείται πολιτικά ή ενσωματώνεται στο κατεστημένο, ενώ ο Μπομπ Μπλακ σε ανταπάντηση χαρακτήρισε τις ιδέες του Μπούκτσιν παρωχημένες και δείγμα «αριστερισμού», σημειώνοντας ότι οι παλαιές δομές (π.χ. τα συνδικάτα) και μέθοδοι (π.χ. απεργίες) του εργατικού κινήματος είναι που ιστορικά ενσωματώθηκαν στο κατεστημένο ή κατεστάλησαν από το κράτος. Ορισμένοι νεότεροι αναρχικοί υπήρξαν επιπρόσθετα ιδιαίτερα επικριτικοί απέναντι στον αναρχοσυνδικαλισμό, κατηγορώντας τον για εμμονή στην καπιταλιστική «ηθική της εργασίας» και για αναπαραγωγή καταπιεστικών δομών.
Μετά τα τέλη της δεκαετίας του ’90, πολλές ομάδες αναρχικών παγκοσμίως συσχετίστηκαν και συμμετείχαν ενεργά στο κίνημα κατά της παγκοσμιοποίησης, καθώς και στο «εναλλακτικό», διαδικτυακό μέσο πληροφόρησης Indymedia, το οποίο προέκυψε μέσα από τους κόλπους του εν λόγω κινήματος. Ακόμα, ο αναρχισμός (όπως και ο σοσιαλισμός ευρύτερα) έχει συσχετιστεί ορισμένες φορές με το κίνημα του ελεύθερου λογισμικού.
Τύποι αναρχισμού
Αναρχοατομικισμός
Ο αναρχοατομικισμός συνιστά κυρίως ένα άθροισμα ετερόκλητων τάσεων της πολιτικής φιλοσοφίας του 19ου αιώνα. Υποστηρίζει ως αναγκαία την αναγνώριση της «εμπράγματης ιδιοκτησίας» του κάθε ατόμου και την κατάργηση κάθε καταναγκασμού από το κράτος ή την κοινωνία προς το άτομο. Κύριος εκπρόσωπος αυτού του ρεύματος είναι ο Κάσπαρ Σμιντ, πιο γνωστός ως Μαξ Στίρνερ (1806-1856), ο οποίoς περιέγραψε μία ιδεατή κοινωνία στηριγμένη σε μία «ένωση εγωιστών». Ο ατομικιστικός αναρχισμός είναι μια μορφή άκρατου φιλελευθερισμού, με κύρια στοιχεία του τον ακραίο ατομικισμό, τον εγωισμό, τη συμβατική υποχρέωση, την ατομική ιδιοκτησία κλπ. Καθώς ορισμένοι ατομικιστές αποδέχονταν την ελεύθερη αγορά, ο αναρχοκαπιταλισμός έχει περιγραφεί ως σύγχρονη απόρροια του αναρχοατομικισμού. Άλλοι γνωστοί αναρχοατομικιστές στοχαστές είναι ο Ουίλιαμ Γκόντγουιν (1756-1836) και ο Χένρυ Ντέιβιντ Θορώ (1807-1862).
Αναρχοκολεκτιβισμός
Συνοπτικά ο κολεκτιβιστικός αναρχισμός (αναρχοκολεκτιβισμός) είναι μια μορφή άκρατου σοσιαλισμού (εξού και η άρνηση στη δικτατορία του προλεταριάτου), όπου κύρια στοιχεία της κοινωνικής οργάνωσης είναι η συλλογική κατοχή και διαχείριση των φυσικών πόρων και μέσων παραγωγής από κάθε κοινότητα, η έμφαση στο κοινωνικό καθήκον και η διανομή των παραγόμενων αγαθών στα άτομα αναλόγως με την εργασία που παρείχαν (μέσω ενός μισθολογικού συστήματος). Ο αναρχοκολεκτιβισμός στοχεύει στην εγκαθίδρυση της αναρχίας μέσω μίας κοινωνικής επανάστασης της εργατικής τάξης, η οποία θα καταργήσει τον καπιταλισμό. Απόρροια του αναρχοκολεκτιβισμού αποτελεί ο αναρχοκομμουνισμός, ο οποίος όμως δεν δέχεται καθόλου την ύπαρξη χρήματος ή μισθολογικού συστήματος.
Φρονεί επίσης ότι τα μέσα παραγωγής (γαίες, εργοστάσια, μεγάλες επιχειρήσεις) πρέπει να τα κατέχουν και να τα διαχειρίζονται συνεργατικά εθελοντικές ομάδες στη βάση της άμεσης δημοκρατίας και της αμοιβαίας βοήθειας, συνήθως σε επίπεδο τοπικής κοινότητας. Όμως ο αναρχοκομμουνισμός αντιτίθεται ρητά όχι μόνο στην αστική ελευθερία της νομής, κατοχής και εκμετάλλευσης ιδιωτικής ιδιοκτησίας, αλλά και στην ύπαρξη μισθολογικού συστήματος. Για τους αναρχοκομμουνιστές η διανομή των αγαθών στα άτομα πρέπει να γίνεται ελεύθερα αναλόγως με τις ανάγκες τους. Κύριος εκφραστής της θεωρίας αυτής ήταν ο Π. Κροπότκιν, ο οποίος επιχείρησε να τη στηρίξει επιστημονικά μελετώντας το εξελικτικό πλεονέκτημα που προσδίδουν στα μέλη μίας κοινότητας η αλληλοβοήθεια και η αλληλεγγύη.
Αναρχοσυνδικαλισμός
Αναπτύχθηκε στις αρχές του 20ου αιώνα στη Γαλλία, Ισπανία και την Ιταλία, ενώ επεκτάθηκε και σε άλλες χώρες. Αντιτίθεται στο κράτος, στην κοινοβουλευτική πολιτική πάλη και στα πολιτικά κόμματα, αλλά δίνει τον πρώτο ρόλο στα συνδικάτα και θεωρεί την απεργία βασική μέθοδο πάλης ενάντια στην αστική τάξη. Έτσι για τους αναρχοσυνδικαλιστές η ταξική πάλη συνήθως περιορίζεται στους χώρους εργασίας, μα όσον αφορά τον τελικό στόχο της αναρχικής κοινωνίας δεν διαφέρουν από τους αναρχοκολεκτιβιστές ή τους αναρχοκομμουνιστές. Ο αναρχοσυνδικαλισμός απέκτησε ιδιαίτερη ισχύ στις ΗΠΑ πριν το 1924 και στην Ισπανία πριν την επικράτηση του φασισμού, με αποκορύφωμα την Ισπανική Επανάσταση του 1936 κατά τον Ισπανικό Εμφύλιο.
Αναρχοχριστιανισμός ή χριστιανικός αναρχισμός λέγονται οι διάφορες παραδόσεις που συνδυάζουν τον αναρχισμό με το χριστιανισμό. Οι αναρχοχριστιανοί ή xριστιανοί αναρχικοί πιστεύουν ότι η ελευθερία είναι δικαιολογημένη πνευματικά μέσω της διδασκαλίας του Ιησού. Όσον αφορά τη στάση των αναρχοχριστιανών απέναντι στην εξωτερική εκκλησιαστική ιεραρχία, δεν υπάρχει κοινή στάση,καθώς μερικοί στρέφονται κατά της εκκλησιαστικής ιεραρχίας ενώ άλλοι δεν την πολεμούν. Το έργο του Λέοντα Τολστόι Η βασιλεία του Θεού είναι μέσα σας είναι ένα βασικό κείμενο στο σύγχρονο xριστιανικό αναρχισμό. Επίσης υπάρχει μεγάλος σεβασμός στις κοινότητες μοναχών, ιδιαίτερα σε συγκεκριμένες του παρελθόντος (π.χ. ασκητές της ερήμου της Νιτρίας). Ο αναρχοχριστιανισμός είναι πιο κοντά στον «κοινωνικό» αναρχισμό από ό,τι στον αναρχοατομικισμό. Συχνά είναι πασιφιστικός και απορρίπτει τον πόλεμο και, γενικότερα, τη βία. Γνωστές αναρχοχριστιανικές κινήσεις είναι η Κίνηση των Καθολικών Εργατών (Catholic Worker Movement) και η Μαθητική Χριστιανική Κίνηση (Student Christian Movement).
Αναρχοκαπιταλισμός, ή αναρχισμός της ελεύθερης αγοράς, αποκλήθηκε η τάση εκείνη του αναρχοατομικισμού που αρνείτο μεν την ύπαρξη του κράτους, ως αυτόνομου μηχανισμού εξουσίας επί της κοινωνίας, αλλά δεχόταν την ύπαρξη του συστήματος της οικονομίας της ελεύθερης αγοράς και του κινήτρου του χρηματικού κέρδους ως μοχλού της ανθρώπινης δραστηριότητας. Οι κύριοι θεωρητικοί του αναρχοκαπιταλισμού οραματίστηκαν ένα κοινωνικό μοντέλο στηριγμένο αποκλειστικά στην ατομική ιδιοκτησία και στην ιδιωτική πρωτοβουλία. Οι βασικοί τους στόχοι ήταν η διαμόρφωση ενός δικαίου στηριγμένου στα αρνητικά δικαιώματα, η ιδιωτικοποίηση όλων των κρατικών θεσμών και η εξάλειψη κάθε μορφής άμεσου εξαναγκασμού έναντι οιουδήποτε πολίτη. Πίσω από τις αρχές τους υφέρπει μια προσήλωση στα φυσικά δικαιώματα και στη λοκιανή κοσμοθέαση. Πολλοί αναρχοκαπιταλιστές θεώρησαν ως εμβρυακό μοντέλο αναρχοκαπιταλιστικής κοινωνίας τη μισοδιαλυμένη από τους πολέμους και ουσιαστικά ακυβέρνητη επί χρόνια Σομαλία.
Βασικότερη φυσιογνωμία της αναρχοκαπιταλιστικής θεωρίας υπήρξε ο οικονομολόγος, φιλόσοφος και ερασιτέχνης ιστορικός Μάρεϊ Ρόθμπαρντ (Murray Rothbard, 1926-1995). Οι περισσότεροι σοσιαλιστές και νεότεροι αναρχικοί δεν θεωρούν τον αναρχοκαπιταλισμό πραγματική τάση του αναρχισμού, αλλά μόνο ακραία εκδοχή του νεοφιλελευθερισμού.
Αναρχοπρωτογονισμός (Πριμιτιβισμός)
Ο πριμιτιβισμός (αναφέρεται και ως πρωτογονισμός, ενώ παλιότερα ονομαζόταν αναρχοπρωτογονισμός) είναι μία σύγχρονη τάση του αναρχισμού. Η τάση αυτή εστιάζει στη μετάβαση από τις πρώτες τροφοσυλλεκτικές και θηρευτικές κοινωνίες στις αγροτικές κοινωνίες, και στον ρόλο που διαδραμάτισε η εν λόγω μετάβαση στη δημιουργία ιεραρχικών δομών και στην αλλοτρίωση των ανθρώπων. Από τους πρωτογονιστές προτείνεται η επιστροφή σε λιγότερο διαβρωμένους από τον πολιτισμό τρόπους ζωής μέσω της αποβιομηχάνισης, της κατάργησης του καταμερισμού της εργασίας και της εγκατάλειψης της τεχνολογίας. Η επιστήμη και η τεχνολογία θεωρούνται μη ουδέτερες, αφού πιστεύεται ότι πάντα ενσωματώνουν τις αξίες και τους σκοπούς όσων τις παράγουν και τις ελέγχουν.
Ο πριμιτιβισμός ασκεί κριτική κυρίως σε δύο ζητήματα: στον πολιτισμό και την τεχνολογία. Είναι κατά του καταμερισμού εργασίας και κατά της εξειδίκευσης. Έπειτα από διάφορες διενέξεις, το πρόθεμα «αναρχο-» αφαιρέθηκε και ονομάζεται πλέον πρωτογονισμός ή πριμιτιβισμός. Πηγή έμπνευσης για τον πριμιτιβισμό αποτελούν οι Λουδδίτες.
Ο πράσινος αναρχισμός δεν είναι μια συγκεκριμένη πολιτική θεωρία, αλλά ένα σύνολο διαφόρων φιλοσοφικών, οικολογικών και κοινωνικών κινημάτων με πολλά κοινά και κάποιες, όμως, διαφορές: αποτελεί ένα κράμα από κοινωνικούς οικολόγους, φεμινιστές, καταστασιακούς, αναρχοπρωτογονιστές, οικοαναρχικούς, υποστηρικτές του αντιβιομηχανισμού και μετααριστερούς. Η κριτική των πράσινων αναρχικών επικεντρώνεται κυρίως στους «οργανισμούς της εξουσίας» μέσα στην κοινωνία. Τέτοιοι οργανισμοί, για παράδειγμα, είναι: το κράτος, ο καπιταλισμός, η παγκοσμιοποίηση, η κτηνοτροφία, η πατριαρχία, η τεχνολογία ή / και η εργασία. Αυτοί οι οργανισμοί, σύμφωνα με τους πράσινους αναρχικούς, είναι εγγενώς καταστροφικοί και εκμεταλλευτικοί (για τους ανθρώπους και το περιβάλλον) οπότε δεν μπορούν να μεταρρυθμιστούν αλλά μόνο να εξαλειφθούν. Το κίνημα αυτό συνήθως υποστηρίζει την άμεση και αυτόνομη δράση, το σαμποτάζ, την εξέγερση, την επανασύνδεση με τη φύση και ιδίως τη βιοπεριοχή (π.χ. μία επικράτεια οικοκοινοτήτων με κοινό «οικολογικό πρότυπο»), ώστε να δημιουργηθεί σημαντική και πραγματική αλλαγή.
Μεταμοντέρνος αναρχισμός
Ο μεταμοντέρνος αναρχισμός (ή μετααναρχισμός, ή μεταδομικός αναρχισμός) εμφανίστηκε ως διακριτή τάση του νεότερου αναρχισμού κατά τη δεκαετία του 1980, είχε ωστόσο ήδη διαμορφωθεί νωρίτερα επηρεασμένος από τον φιλοσοφικό μεταδομισμό στοχαστών όπως ο Ζαν Μποντριγιάρ, ο Ζιλ Ντελέζ και ο Μισέλ Φουκώ, από τα γεγονότα του Μάη του ’68 και από τον αναρχοατομικισμό του Στίρνερ. Για τον μεταμοντέρνο αναρχισμό η εξουσία δεν είναι μία αντικοινωνική υπερβατική ουσία η οποία διέπει το κράτος και το κεφάλαιο, αλλά ένα σύνολο σχέσεων που χαρακτηρίζουν κάθε τύπου αλληλεπιδράσεις μεταξύ ατόμων και δεν εκπορεύονται από ένα κέντρο μα ασκούνται κατανεμημένα από αμέτρητα σημεία. Οι εξουσιαστικές σχέσεις είναι παρούσες διαρκώς σε κάθε λειτουργία και άρα δεν υπάρχει καμία διάκριση μεταξύ «ιδιωτικού» και «πολιτικού», όπως στην κλασική σοσιαλιστική σκέψη. Η εξουσία στην πραγματικότητα πηγάζει και αναδύεται από τα κάτω, από τις αναρίθμητες, κατανεμημένες και μη γραμμικές αλληλεπιδράσεις μεταξύ των ατόμων, αντί να επιβάλλεται από έναν υπερκείμενο καθολικό μηχανισμό όπως το κράτος. Το ζήτημα για τον μεταμοντέρνο αναρχισμό είναι η διατήρηση μίας πλαστικότητας και ευμεταβλητότητας στις σχέσεις εξουσίας στο πεδίο της καθημερινότητας, ώστε να μην αποκρυσταλλώνονται σε παγιωμένες, ασύμμετρες σχέσεις κυριαρχίας. Επομένως «όπως η εξουσία είναι σχέση, έτσι και η ελευθερία είναι πρακτική» μέσα στην καθημερινή ζωή. Ο μεταμοντέρνος αναρχισμός επικαλύπτεται σε κάποιον βαθμό με τον μετααριστερό, τον εξεγερσιακό και τον πράσινο αναρχισμό, αποτελώντας έτσι σημαντική συνιστώσα του νεότερου αναρχισμού.
Εξεγερσιακός αναρχισμός
Ο σύγχρονος εξεγερσιακός αναρχισμός εμφανίστηκε στην Ιταλία κατά τα μολυβένια χρόνια (περίπου από το 1968 ως τις αρχές της δεκαετίας του 1980). Έχει τις βάσεις του σε ορισμένες παλαιότερες αντιοργανωτικές τάσεις του αναρχοκομμουνισμού και στον ιλλεγκαλισμό των αρχών του εικοστού αιώνα. Στηρίζεται στην απόρριψη των μόνιμων δομών οργάνωσης και αντιπροτείνει τη δράση μέσα από παροδικές ομάδες συνάφειας και αυτόνομες ζώνες στο εσωτερικό των αστικών κέντρων (π.χ. καταλήψεις), οι οποίες λειτουργούν ως εστίες κατανεμημένης αυτοδιαχείρισης, ελεύθεροι χώροι στέγασης, νησίδες οικοδόμησης μη εμπορευματικών σχέσεων και δραστηριοτήτων (οικονομικών, κοινωνικών, πολιτικών, καλλιτεχνικών κλπ), ορμητήρια ενεργειών κατά κρατικών ή καπιταλιστικών συμβόλων και κέντρα μίας εναλλακτικής, αντιιεραρχικής κοινωνικοποίησης για τους συμμετέχοντες. Κύριο χαρακτηριστικό του εξεγερσιακού αναρχισμού είναι η έμφαση στη διαρκή άμεση δράση και σύγκρουση με το κράτος αντί για τη ρητορική προπαγάνδα. Οι εξεγερσιακοί βλέπουν στην καθημερινή ανυπακοή και εξέγερση τον σπόρο της πραγματικής επανάστασης, στόχος της οποίας θα πρέπει να είναι η άνθιση της ατομικότητας του καθενός μέσα από συνθήκες ισότητας πρόσβασης στους οικονομικούς πόρους. Έτσι, σε αντίθεση με τον παραδοσιακό σοσιαλισμό, δεν γίνεται αυστηρός διαχωρισμός μεταξύ προεπαναστατικής και μετεπαναστατικής δράσης ή κοινωνικού γίγνεσθαι.
Μεταριστερός αναρχισμός
Ο μεταριστερός αναρχισμός σχηματίστηκε με επίκεντρο την κριτική στον «αριστερίστικο» κλασικό κοινωνικό αναρχισμό και τη σύνδεσή του με το εργατικό κίνημα και τις πρακτικές του. Οι μεταριστεροί συνήθως είναι θεωρητικά επηρεασμένοι τόσο από ορισμένες πτέρυγες του αναρχοκομμουνισμού, όσο και από κάποιους αναρχοατομικιστές (π.χ. τον Μαξ Στίρνερ). Κύριο χαρακτηριστικό τους είναι η απόρριψη παντός τύπου τυπικής οργάνωσης (π.χ. σε συνδικάτα) ως ιεραρχικής πρακτικής, η άρνηση της αρχής της πλειοψηφίας σε αμεσοδημοκρατικές διαδικασίες χάριν της αρχής της συναίνεσης και η στηλίτευση της επικέντρωσης του κοινωνικού βίου στη λειτουργία της οικονομίας, μέσω καταπιεστικών θεσμών όπως η υποχρεωτική εργασία και το σύστημα αξιών που απορρέει από αυτήν.[13] Συνήθως στον λόγο τους απορρίπτουν τη δημοκρατία (είτε πλειοψηφική-άμεση, είτε αντιπροσωπευτική-φιλελεύθερη) ως εξουσιαστικό πολιτικό σύστημα, βασισμένο σε έναν εκ των προτέρων αποδεκτό διαχωρισμό μεταξύ των πολιτικών υποκειμένων ο οποίος κάνει απαραίτητη την ψηφοφορία, εφικτή τη «δικτατορία της πλειοψηφίας» και σχεδόν αδύνατη την πραγματική επαναστατική ανατροπή. Αντιπροτείνουν δίκτυα αυτοτελών συνελεύσεων που λειτουργούν συναινετικά και χωρίς αυστηρές δεσμεύσεις δράσης για τις μειοψηφίες, συνήθως όμως με κάποιες πλειοψηφικές δικλείδες ασφαλείας. Ο μεταριστερός αναρχισμός επικαλύπτεται σημαντικά με τον εξεγερσιακό, τον μεταμοντέρνο και με ορισμένες όψεις του πράσινου αναρχισμού.
Μαρξισμός και αναρχισμός
Κατά κανόνα, η σχέση μεταξύ μαρξισμού και αναρχισμού είναι εχθρική, τουλάχιστον μετά τη διάσπαση της Πρώτης Διεθνούς. Η κύρια διαφωνία τους συνίσταται στο ζήτημα του κράτους. Ο αναρχισμός πρεσβεύει την άμεση κατάργησή του. Στο ερώτημα με τι θα αντικατασταθεί, τα ρεύματα που τον απαρτίζουν δεν δίδουν ενιαία απάντηση. Ο μαρξισμός πρεσβεύει ότι, για να καταργηθεί το κράτος, πρέπει προηγουμένως να εξαλειφθούν οι κοινωνικές τάξεις – διαδικασία μακρόχρονη. Θα συντριβεί επαναστατικά η αστική κρατική μηχανή, θα δημιουργηθεί το κράτος της δικτατορίας του προλεταριάτου, θα οικοδομηθεί ο σοσιαλισμός και, μέσα από οξύτατη ταξική πάλη ενάντια στα κατάλοιπα της εκμεταλλευτικής κοινωνίας και στις συνθήκες που αναγεννούν το ταξικό σύστημα, θα διαμορφωθούν οι όροι για τον πλήρη κομμουνισμό. Οι αναρχικοί απαντούν ότι αν δεν καταργηθεί εξαρχής το κράτος, τούτο δεν πρόκειται να συμβεί ποτέ. Οι μαρξιστές, πατώντας πάνω στη γραμμική και νομοτελειακή σύλληψη της Ιστορίας που περιέγραψε ο Μαρξ, ανταπαντούν ότι αυτή είναι η μόνη ιστορικά δυνατή λύση και ότι ο δρόμος που προτείνουν οι αναρχικοί είναι ουτοπικός και καταδικασμένος να ηττηθεί από την αναμενόμενη αστική αντεπανάσταση.
Η διαφωνία μεταξύ μαρξισμού και αναρχισμού στο ζήτημα του κράτους ανάγεται στη διαφορετική αντίληψη εκ μέρους τους του κοινωνικού γίγνεσθαι. Ο πρώτος θεωρεί ότι η διάσπαση της κοινωνίας σε αλληλοσυγκρουόμενες τάξεις (οικονομικά καθοριζόμενες μέσω του αντικειμενικού κριτηρίου της κατοχής των μέσων παραγωγής) οδήγησε νομοτελειακά στην εμφάνιση του κράτους, ότι το κράτος, επομένως, είναι παράγωγο της ταξικής κοινωνίας και ότι αν αυτή εκλείψει, εκείνο δεν θα έχει κανέναν λόγο ύπαρξης. Μέχρι να συμβεί αυτό πρέπει να εγκαθιδρυθεί η δικτατορία του προλεταριάτου, καθώς ο μαρξισμός δεν βλέπει το εκάστοτε κράτος παρά ως πολιτικό εργαλείο στα χέρια μίας εκ των δύο αντιμαχόμενων κοινωνικών τάξεων: των αστών και των προλετάριων (εργατική τάξη). Ο αναρχισμός αντίθετα, χωρίς απαραιτήτως να απορρίπτει πλήρως τον ιστορικό υλισμό ή τον στρατηγικό επαναστατικό ρόλο των εργαζομένων, υποβαθμίζει τον ρόλο της οικονομίας στην κοινωνία και στην Ιστορία, βλέποντας ως πιο θεμελιώδες στοιχείο από το οικονομιστικό μαρξιστικό ταξικό δίπολο την αντίθεση μεταξύ εξουσιαστικών, ιεραρχικών, κάθετων πολιτικοκοινωνικών δομών από τη μία και ελευθεριακών, αυτοοργανούμενων, οριζόντιων πολιτικοκοινωνικών δομών από την άλλη. Οι αναρχικοί θεωρούν τη μαρξιστική έννοια του μεταβατικού «σοσιαλιστικού κράτους» αντίφαση εν τοις όροις, καθώς το κράτος για αυτούς προϋποθέτει εγγενώς την καταπίεση κάποιων μέσω ανισοκατανομής της κοινωνικής, πολιτικής και οικονομικής ισχύος.
Mία συνηθισμένη κριτική των μαρξιστών απέναντι στον σύγχρονο αναρχισμό είναι ο «φετιχισμός της σύγκρουσης» με τις κρατικές δυνάμεις καταστολής.Ωστόσο η τακτική του μαύρου μπλοκ δεν συναντάται αποκλειστικά στον εξεγερσιακό αναρχισμό.
Μία άλλη έκφραση αυτών των αντιθέσεων είναι η τάση των μαρξιστών να οργανώνονται σε ιεραρχικά πολιτικά κόμματα τα οποία αναλαμβάνουν την προετοιμασία της σοσιαλιστικής επανάστασης και την κατάλληλη «επαναστατική διαπαιδαγώγηση και συνειδησιακή αφύπνιση» της εργατικής τάξης, ενώ συμμετέχουν νομότυπα σε κοινοβουλευτικές εκλογές. Την ίδια στιγμή οι αναρχικοί αντιτίθονται σε κάθε είδους, νόμιμη ή παράνομη, ιεραρχική κομματική οργάνωση στο πλαίσιο μίας κοινοβουλευτικής αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας, αρνούμενοι να τη νομιμοποιήσουν εμμέσως κατ’ αυτόν τον τρόπο. Ορισμένοι μαρξιστές ανταπαντούν υποστηρίζοντας ότι ένα μαζικό κόμμα τοποθετημένο στην ηγεσία της επανάστασης είναι απαραίτητο προκειμένου να οργανωθεί σωστά η καθεστωτική ανατροπή, φέρνοντας κάποιες φορές ως παράδειγμα την αποτυχία της Γερμανικής Επανάστασης. Σε αντίθεση με τους λενινιστές ωστόσο, οι ελευθεριακοί μαρξιστές (οι οποίοι μπορούν να συμπεριληφθούν στον ελευθεριακό σοσιαλισμό, όπως και τα κλασικά κινήματα κοινωνικού αναρχισμού) ερμηνεύουν το έργο του Μαρξ υπό ένα πρίσμα περισσότερης έμφασης στην εργατική αυτοοργάνωση και αυτοδιεύθυνση, χωρίς άκαμπτες κομματικές εξαρτήσεις.
Οι περισσότεροι μαρξιστές είναι ακόμα εχθρικότεροι απέναντι στον σύγχρονο (κατά κύριο λόγο μετααριστερό και εξεγερσιακό) αναρχισμό, ο οποίος κατ’ αυτούς έχει αποστασιοποιηθεί από το εργατικό κίνημα και έχει αποκτήσει ατομικιστικά στοιχεία τα οποία δεν στοχεύουν στην κοινωνική χειραφέτηση αλλά στην παροδική «εκτόνωση» των συμμετεχόντων, με αποτέλεσμα την εύκολη ενσωμάτωσή του στο κατεστημένο και την πολιτική αδρανοποίησή του.Παρόμοια κριτική έχουν ασκήσει και ελευθεριακοί συγγραφείς που τοποθετούνται εγγύτερα στον κλασικό κοινωνικό αναρχισμό (π.χ. ο Μάρεϊ Μπούκτσιν,[19] ο Τάκης Φωτόπουλος κ.α.), αλλά ορισμένοι μαρξιστές προεκτείνουν την κριτική τους ως το σημείο να χαρακτηρίζουν τον αναρχισμό εργαλείο «που αξιοποιείται κατά καιρούς από το καπιταλιστικό κατεστημένο όχι μόνο για να προκαλέσει σύγχυση συνειδήσεων, αλλά και να ενοχοποιήσει το κομμουνιστικό κίνημα». Άλλοι, πιο θετικά διακείμενοι προς τον ελευθεριακό χώρο, πιστεύουν ότι ο αναρχισμός συνηθίζει να τοποθετείται κριτικά, με δογματικό τρόπο, απέναντι σε μία διαστρεβλωμένη εκδοχή του μαρξισμού,[18] ή αναζητούν μία τακτική προσέγγισης και συνεργασίας μαζί του υπό προϋποθέσεις.