καλύτερα κορόιδο παρά εξαθλιωμένος |
Τὸν δ΄ ἀπαμειβόμενος προσέφη πολύμητις Ὀδυσσεύς·
Ἀλκίνοε κρεῖον͵ πάντων ἀριδείκετε λαῶν͵
ἦ τοι μὲν τόδε καλὸν ἀκουέμεν ἐστὶν ἀοιδοῦ
τοιοῦδ΄͵ οἷος ὅδ΄ ἐστί͵ θεοῖσ΄ ἐναλίγκιος αὐδήν.
οὐ γὰρ ἐγώ γέ τί φημι τέλος χαριέστερον εἶναι
ἢ ὅτ΄ ἐϋφροσύνη μὲν ἔχῃ κάτα δῆμον ἅπαντα͵
δαιτυμόνες δ΄ ἀνὰ δώματ΄ ἀκουάζωνται ἀοιδοῦ
ἥμενοι ἑξείης͵ παρὰ δὲ πλήθωσι τράπεζαι
σίτου καὶ κρειῶν͵ μέθυ δ΄ ἐκ κρητῆρος ἀφύσσων
οἰνοχόος φορέῃσι καὶ ἐγχείῃ δεπάεσσι·
τοῦτό τί μοι κάλλιστον ἐνὶ φρεσὶν εἴδεται εἶναι.
σοὶ δ΄ ἐμὰ κήδεα θυμὸς ἐπετράπετο στονόεντα
εἴρεσθ΄͵ ὄφρ΄ ἔτι μᾶλλον ὀδυρόμενος στεναχίζω.
τί πρῶτόν τοι ἔπειτα͵ τί δ΄ ὑστάτιον καταλέξω;
κήδε΄ ἐπεί μοι πολλὰ δόσαν θεοὶ Οὐρανίωνες.
νῦν δ΄ ὄνομα πρῶτον μυθήσομαι͵ ὄφρα καὶ ὑμεῖς
εἴδετ΄͵ ἐγὼ δ΄ ἂν ἔπειτα φυγὼν ὕπο νηλεὲς ἦμαρ
ὑμῖν ξεῖνος ἔω καὶ ἀπόπροθι δώματα ναίων.
εἴμ΄ Ὀδυσεὺς Λαερτιάδης͵ ὃς πᾶσι δόλοισιν
ἀνθρώποισι μέλω͵ καί μευ κλέος οὐρανὸν ἵκει.
ναιετάω δ΄ Ἰθάκην εὐδείελον· ἐν δ΄ ὄρος αὐτῇ͵
Νήριτον εἰνοσίφυλλον͵ ἀριπρεπές· ἀμφὶ δὲ νῆσοι
πολλαὶ ναιετάουσι μάλα σχεδὸν ἀλλήλῃσι͵
Δουλίχιόν τε Σάμη τε καὶ ὑλήεσσα Ζάκυνθος.
αὐτὴ δὲ χθαμαλὴ πανυπερτάτη εἰν ἁλὶ κεῖται
πρὸς ζόφον͵ αἱ δέ τ΄ ἄνευθε πρὸς ἠῶ τ΄ ἠέλιόν τε͵
τρηχεῖ΄͵ ἀλλ΄ ἀγαθὴ κουροτρόφος· οὔ τι ἐγώ γε
ἧς γαίης δύναμαι γλυκερώτερον ἄλλο ἰδέσθαι.
ἦ μέν μ΄ αὐτόθ΄ ἔρυκε Καλυψώ͵ δῖα θεάων͵
ἐν σπέεσι γλαφυροῖσι͵ λιλαιομένη πόσιν εἶναι·
ὣς δ΄ αὔτως Κίρκη κατερήτυεν ἐν μεγάροισιν
Αἰαίη δολόεσσα͵ λιλαιομένη πόσιν εἶναι·
ἀλλ΄ ἐμὸν οὔ ποτε θυμὸν ἐνὶ στήθεσσιν ἔπειθεν.
ὡς οὐδὲν γλύκιον ἧς πατρίδος οὐδὲ τοκήων γίνεται͵
εἴ περ καί τις ἀπόπροθι πίονα οἶκον
γαίῃ ἐν ἀλλοδαπῇ ναίει ἀπάνευθε τοκήων.
εἰ δ΄ ἄγε τοι καὶ νόστον ἐμὸν πολυκηδέ΄ ἐνίσπω͵
ὅν μοι Ζεὺς ἐφέηκεν ἀπὸ Τροίηθεν ἰόντι.
μετάφραση
Τότε γυρίζει ο τρίξυπνος Δυσσέας και του κρένει·
Αλκίνο, πρώτε βασιλιά, και τω λαών καμάρι,
καλό ‘ναι αλήθεια τέτοιονε τραγουδιστή ν’ ακούμε,
σαν πού ‘ν’ ετούτος, που θεού λες κι η φωνή του μοιάζει.
καλό ‘ναι αλήθεια τέτοιονε τραγουδιστή ν’ ακούμε,
σαν πού ‘ν’ ετούτος, που θεού λες κι η φωνή του μοιάζει.
5 Τι πιο χαριτωμένη εγώ ζωή δεν ξέρω κι άλλη,
παρ’ όταν όλος ο λαός τριγύρω αναγαλλιάζη,
και στα παλάτια οι σύδειπνοι αράδα καθισμένοι
ακούνε τον τραγουδιστή, με τα τραπέζια ομπρός τους
γεμάτα κρέας και ψωμί, κι ο κεραστής σαν παίρνη
παρ’ όταν όλος ο λαός τριγύρω αναγαλλιάζη,
και στα παλάτια οι σύδειπνοι αράδα καθισμένοι
ακούνε τον τραγουδιστή, με τα τραπέζια ομπρός τους
γεμάτα κρέας και ψωμί, κι ο κεραστής σαν παίρνη
10 απ’ το κροντήρι το κρασί και χύνη στα ποτήρια.
Στον κόσμο τ’ ομορφότερο λογιάζω αυτό πως είναι.
Στον κόσμο τ’ ομορφότερο λογιάζω αυτό πως είναι.
Όμως τα βαριοστέναχτα δεινά μου να ρωτήξης
σου ‘ρθε λαχτάρα, πιο βαριά για να στενάζω ακόμα.
Τί πρώτο να σου δηγηθώ, και τί στερνό, που μύρια
15 κακά μου δώκανε οι θεοί που κατοικούν τα ουράνια.
Και πρώτα τ’ όνομά μου ας πω, κι εσείς να το γνωρίστε,
κι εγώ κατόπι, το σκληρό το χάρο σαν ξεφύγω,
να μείνω πάντα φίλος σας, κι ας κατοικώ μακριά σας.
Είμ’ ο Δυσσέας, του Λαέρτη ο γιός, που ξέρουν όλοι οι ανθρώποι
Και πρώτα τ’ όνομά μου ας πω, κι εσείς να το γνωρίστε,
κι εγώ κατόπι, το σκληρό το χάρο σαν ξεφύγω,
να μείνω πάντα φίλος σας, κι ας κατοικώ μακριά σας.
Είμ’ ο Δυσσέας, του Λαέρτη ο γιός, που ξέρουν όλοι οι ανθρώποι
20 τους δόλους μου, κι η δόξα μου στον ουρανό ανεβαίνει.
Και κατοικώ στο λιόλουστο το Θιάκι, που έχει απάνω
το Νήριτο, τρανό βουνό που σειεί αψηλά τα φύλλα,
κι ολόγυρα πολλά νησιά τό ‘να κοντά ‘ναι στ’ άλλο,
η Σάμη και το Δουλιχιό, κι η Ζάκυνθο η δεντράτη.
Και κατοικώ στο λιόλουστο το Θιάκι, που έχει απάνω
το Νήριτο, τρανό βουνό που σειεί αψηλά τα φύλλα,
κι ολόγυρα πολλά νησιά τό ‘να κοντά ‘ναι στ’ άλλο,
η Σάμη και το Δουλιχιό, κι η Ζάκυνθο η δεντράτη.
25 Ετούτη χάμου απλώνεται στα πέλαγα της Δύσης,
τ’ άλλα νησιά ‘ναι ξέχωρα, στ’ ανάβλεμμα του ήλιου.
Πέτρες γεμάτο, μα καλό λεβέντες για να βγάζη.
Άλλο απ’ τη γης μου πιο γλυκό δεν ξέρω εγώ στον κόσμο.
Με κράτησε κι η Καλυψώ, η θεά η χαριτωμένη,
τ’ άλλα νησιά ‘ναι ξέχωρα, στ’ ανάβλεμμα του ήλιου.
Πέτρες γεμάτο, μα καλό λεβέντες για να βγάζη.
Άλλο απ’ τη γης μου πιο γλυκό δεν ξέρω εγώ στον κόσμο.
Με κράτησε κι η Καλυψώ, η θεά η χαριτωμένη,
30 μες στη σπηλιά της, κι άντρας της να γίνω λαχταρούσε·
με κράταε στα παλάτια της η Κίρκη, η θεά της Αίας,
η δολοπλέχτρα, κι άντρας της να γίνω λαχταρούσε·
όμως ποτές δε γύρισαν αυτές το νου μου εμένα.
Από πατρίδα και γονιούς γλυκότερο δεν έχει
με κράταε στα παλάτια της η Κίρκη, η θεά της Αίας,
η δολοπλέχτρα, κι άντρας της να γίνω λαχταρούσε·
όμως ποτές δε γύρισαν αυτές το νου μου εμένα.
Από πατρίδα και γονιούς γλυκότερο δεν έχει
35 τίποτ’ ο άνθρωπος, κι ας ζη σε πλουτισμένο σπίτι
γης ξενικιάς κι απόμερης, μακριά από τους γονιούς του.
Μα τώρα το πολύπαθο ταξίδι ας ιστορήσω,
που ο μέγας Δίας μου όρισε σα μίσευα απ’ την Τροία.
γης ξενικιάς κι απόμερης, μακριά από τους γονιούς του.
Μα τώρα το πολύπαθο ταξίδι ας ιστορήσω,
που ο μέγας Δίας μου όρισε σα μίσευα απ’ την Τροία.
καλάγεμου