αυτό είναι τέχνη |
ο ηδονιστής:
“να’ μουν φτερό να μ’ έκαιες δεν μ’ένοιαζε καθόλου, γιατί χαρά πως με κρατάς μέσα στο λαγκαδάκι”.
ηδονιστής < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική hédoniste < αρχαία ελληνική ἡδονή
ηδονιστής αρσενικό, ηδονίστρια θηλυκό
αυτός που στη ζωή του αναζητεί την ηδονή
υ.γ. η αγάπη για τον κόσμο της σκέψης και της φαντασίας αλλά και η επιθυμία για μια πιο ελεύθερη και ευχάριστη αντίληψη ζωής.
καλάγεμου