ο θείος μου φώναζε την θεία μου αποστόλη.
για την ακρίβεια, αποστόλ.
η θεία, μετά από καμιά σαρανταριά χρόνια κοινού βίου,
είχε μάθει να θεωρεί το αποστόλη μέρος του ονόματος της.
όπως λέμε άννα – μαρία για παράδειγμα. εκείνη ήταν η νίτσα – αποστόλης.
για την ακρίβεια, αποστόλ.
η θεία, μετά από καμιά σαρανταριά χρόνια κοινού βίου,
είχε μάθει να θεωρεί το αποστόλη μέρος του ονόματος της.
όπως λέμε άννα – μαρία για παράδειγμα. εκείνη ήταν η νίτσα – αποστόλης.
εκείνη την ημέρα, ο θείος ήθελε να αλλάξει βρακί.
–αποστόλ φώναξε.
-έλα, απάντησε η θεία μου από μέσα
-τα βρακιά μου που είναι;
-στο τρίτο συρτάρι της κομότας, φώναξε η θεία.
ο θείος κοίταξε την κομότα: είχε πέντε συρτάρια.
-το τρίτο από πάν’ ή το τρίτο από κάτ; ρώτησε.
editing: kalagemou