ο ποσειδώνας τιμωρός |
το ξενοδοχείο ήταν παλιό, τέσσερα μέτρα ύψος οι τοίχοι, δυόμιση το παράθυρο, αν δεν μύριζε θα μ άρεσε.
το βραδάκι δούλεψα λίγο στον υπολογιστή, ενημερώθηκα για τις καιρικές συνθήκες της επαύριον, έδινε ρεστία με αυξανόμενο ύψος και ταχύτητα από το μεσημέρι, και την έπεσα νωρίς.
τα μεσάνυχτα με ξύπνησαν πήγαμε μια βολτούλα για τσάι, καμιά ώρα και πάλι την έπεσα.
το πρωί της τελευταίας μέρας, ξύπνησα στις 07:00 ώρα, είχε φέξει, άνοιξα το παράθυρο, θολή η ατμόσφαιρα λόγω της όστριας, στο κόλπο άπνοια, λίγη ρεστία φαινότανε από το κούνημα των βαρκών στο μικρό λιμανάκι.
ιφιγένειες δεν υπάρχουν πια σκέφτηκα.
το μεσημέρι σ ένα εστιατόριο δίπλα στο κύμα σα ν άκουσα τον ελαφρύ υπόκωφο ήχο του βουβού, πήγα έξω, είδα δυο συνεχόμενα κι αρκετά ψηλά, μακρυά.
έφυγα και πήγα στην εξέδρα, στον δρόμο ρώτησαν αν μπορούν να διαχειριστούν τον χοντρό βουβό κυματισμό, σε δύο το είπα κ οι δύο γελάσανε, ο ένας ήταν της επιτροπής.
μάλλον κάτι θα ξέρουν σκέφτηκα.
το βουβό χόντραινε γρήγορα κι ερχόταν μέχρι μέσα.
άρχισαν να έρχονται γιατί ήταν ζαλισμένα ένα-ένα.
στην αρχή ήταν εύκολα, τα πράγματα όμως δυσκόλευαν με το πέρασμα της ώρας.
τρεις μπρατσομένες γυναίκες έβγαλαν τα μισά, φώναξα και το βασίλη τον κώτση, αυτό το παιδί έκανε όλη τη δουλειά με αυταπάρνηση, δούλεψε και πρόσφερε όσα ούλοι οι άλλοι μαζί.
γρήγορα βγήκαν τα περισσότερα.
το βουβό χόντραινε.
κάποια στιγμή ακούω δίπλα μου “και γαμώ τους τους μαλάκες, όλα για την παρέλαση τα κάνανε”.
ένας άλλος μου έδειχνε και φώναζε “τι κάνει αυτός ο μαλάκας εκεί; το έριξε στα βράχια, θα τον πάρει το κύμα”.
αθάνατε έλληνα μαλάκα σκέφτηκα.
ποιος ξέρει πόσα φάανε για να φτιάξουν αυτές τις μαλακίες.
φανφάρες και κλέψιμο.
δ. δ. μανιάς
One Comment
aris
Χα χα χα τι μου λες τώρα!
Αφού δε σε είπαν και εξυπνάκια καλά τη γλύτωσες!
Ζούγκλα φίλε, ζούγκλα.