Α)
Όταν η παρέα ξενυχτούσε
Σε καρέκλες, σε δωμάτια μικρά
Τότε η ψυχή αδημονούσε
Χίλια δυό να μάθει μυστικά.
Ήταν τα νυχτέρια μας συνήθεια
Ήταν οι καρδιές όλες μαζί
Για να ψηλαφήσουν την αλήθεια
Τόσο δύσκολο, για κάθε εποχή.
Φάνταζαν οι έρωτες θεότητες
Μακρινές κι’ απρόσιτες μαζί
Άλλες ήταν βασικές προτεραιότητες
Γι’ άλλα μάχη έδινε η ζωή.
Κατά μόνας κάναμε ενδοσκόπηση
Δεν ξοδεύαμε το δάκρυ τ’ ακριβό
Τις βραδιές ορκίζαμε κυβέρνηση
Με αιώνια άνοιξη αρχηγό.
Β)
Σκύβοντας πάνω
ἀπ᾿ τῆς ψυχῆς μου τὴ συσκότιση
στίχους ἰσχνοὺς θὰ ἐπιδείξω
ἀποκλεισμένους ἀπὸ ἀπρόσμενη κακοκαιρία
ποῦ πλήγωσε θανάσιμα
κάποιο δειλό μου λυκαυγές.
Πολλὰ θὰ λὲν οἱ στίχοι αὐτοί,
θὰ δεῖτε, θὰ διαβάσετε.
Ὁ τελευταῖος μόνο στίχος
τίποτε δὲν θὰ λέει.
Κοιτώντας θλιβερὰ τοὺς προηγούμενους
θὰ κλαίει.