ήτανε ο θεός, τώρα μη ρωτάτε που ήτανε γιατί ούτε αυτός δεν ήξερε.
σκέφτηκε λίγο κι έφτιαξε ένα πράμα στρογγυλό σαν τόπι και για να έχει πλάκα το έκανε να γυρίζει γύρω γύρω, μετά επήε λίγο μακριά και το κοίταε, ωραίο είναι σκέφτηκε αλλά λίγο ξερό κάτσε να τ ομορφύνω, έφτιαξε κάτι θάλασσες, ποτάμια βουνά, δέντρα, ζωάκια και το ξανακοίταξε, ωραίο είναι, τι έφτιαξα ο πούστης, ούτε θεός να ήμουνα, και κει που το κοίταε του ήρτε μια ιδέα κι έφτιαξε ένα άντρα, αυτό κι αν τ άρεσε ξεπέρασα τον εαυτό μου λέει, τον άφησε ελεύθερο και γύρναγε γύρω – γύρω στο τόπι, μέσα στα φυτά, πλατσούριζε στα νερά αλλά κάτι έλειπε, πρέπει να φτιάξω κάτι να του κάνει παρέα, κι έφτιαξε μια γυναίκα, όταν την τέλειωσε, πήε λίγο μακριά, τη κοίταζε και την ξανακοίταζε, ε τι να κάμουμε τώρα αστή να βάφεται,
αλλά θα του φτιάξω κάτι καλό, κι έφτιαξε το κρασί.
One Comment
aris
Εξ ου και το “κωλαρίνο pane e vino”, (μφρ, ψωμί και κρασί).
Από τότες βγήκε ορέ?
Χουά χα χα χα χα χα χα.