του Γιάννη Χατζηγώγα
Με τα πόδια περπατώντας στην ενδοχώρα του μικρού νησιού, χωρίς βενζίνη και χωρίς αναισθητικό. Του νησιού εκείνου που πριν τρία χρόνια,στην αρχή της καταιγίδας,προσπαθούσαμε να περιγράψουμε ως…νήσος τις εστιν…με το εκκλησάκι της Αναγεννήτρας.
Περπατώντας ανατολικά με πολλά ζικ-ζακ πάνω-κάτω, με πισωγυρίσματα και παλινωδίες,δίπλα σε ανθισμένα μπούζια, μαργαρίτες και αγριολούλουδα και πράσινα χόρτα.
Βόρειο πλάτος Αιγαίο,ανατολικά οριζόντια οροσειρά,χαμηλή και ιερή. Δρόμος χωμάτινος, απάτητος για καιρό, με υποδομές νερού και παροχών πριν την κατάσταση, που ευτυχώς πρόλαβαν οι εξελίξεις κι έτσι η «ανάπτυξη» αναβλήθηκε.
Κάποια ίχνη παλιού τρακτέρ,αγριόχορτα πάνω σε νερά που λίμναζαν πέρσι, λίγα πέτρινα βυζαντινά ερείπια και ενας διάχυτος Απριλομάης που προσπαθεί να ανταποκριθεί σε στίχους-σπαράγματα του Σολωμού…να κι ο Κέρουακ κι ο Σεφέρης απο κοντά με τις ξεχασμένες γάτες του Αη Νικόλα,αλλά και τα χθεσινοβραδινά αηδόνια που δεν σ άφηναν να κοιμηθείς στο Διάπορο…Μόνο η ομορφιά μπορεί να σώσει τον κόσμο,εδω που φτάσαμε , ο σώζων εαυτόν σωθήτω…
Περπατώντας σκέφτεσαι πιο καλά,με ρυθμό στο βήμα,και στρίβοντας λίγο, ανατολικά, στο βάθος τα νερά γκρίζα,με νοτιά, ησυχα και προς τα κάτω του κάδρου ενα τρίγωνο, μια μύτη φωτεινό μπλέ και γαλάζιο, γλαυκώπις θα το ‘λεγε ο δικός μας,μπλέ χρυσαφένιο και φωτεινό,στη ‘’Χαβάη’’ του πίσω μέρους του νησιού και του μυαλού μας.
Ο δρόμος γίνεται οριζόντιος,ευθύς κατεβαίνει, ημερεύει και …στο βάθος στο ύψος του ματιού μας η χαμηλή οροσειρά , στην άκρη της μια μύτη,ενα βουνό, ένα τρίγωνο οξυκόρυφο,σχεδόν ισοσκελές με μια πλευρά ανοιχτή στη θάλασσα και όλο το βάθος του Αιγαίου,μια πλευρά να κυττάει το βοριά και μια τρίτη να ακουμπά τη θάλασσα ,ρίχνοντας μια σκιά μέχρι τα ρόδινα ακρογιάλια, το νησί του Παπαδιαμάντη,παρα θίνα θαλάσσης.
Εγένετο φως, επήλθεν ανακεφαλαιοποίησις των τραπεζών, η μήπως έτσι μου φάνηκε…δεν ξέρω…
Πάντως ο Άγγλος ασθενής του προηγουμένου κειμένου για το νησί αυτό, πεζοπόρος πλέον, ανέρρωσε και βρήκε την υγειά του, στα ζεστά αυτά μέρη, όχι ως τουρίστας. αλλά ως ιθαγενής, ανα-γεννηθεις, γεννηθεις- ου ποιηθείς, ορατών τε πάντων και αοράτων, υπο την σκέπην της ανα-γεννήτρας, εν είδει Χασεπσούτ, η μαντόνας ντε μι κοραθόν…
Θα επισκευάσουμε τις βλάβες, θα κάνουμε ρεκτιφιέ στα λαστιχένια μας παπούτσια, θα επιζήσουμε. ΔΕΝ ΧΡΕΙΑΖΌΜΑΣΤΕ ΠΟΛΛΆ, ΊΣΑ ΙΣΑ ΧΡΕΙΑΖΌΜΑΣΤΕ ΛΙΓΌΤΕΡΑ, λές ις μόρ…
Πενήντα χρόνια πριν ένα τραγούδι τόλεγε μα τότε δεν δίναμε προσοχή στα λόγια… Γι έναν γιο που αγαπούσε την άνοιξη και γι αυτό ανέβαινε απο τη μικρή σκάλα στην ταράτσα, επάνω στο λιακωτό με την κληματαριά κι αγνάντευε τη θάλασσα και χαιρόταν με τα μάτια του, σα να άρμεγε το φως, πάνω σε ένα φτωχικό ‘’αυθαίρετο’’, το φως της οικουμένης… Ήταν τότε στο Πέραμα, στα υψώματα ιστορικών τοπίων και πόλεων, ούτε Παζολίνι,ούτε Ντε Σίκα, δεν είχε τότε ακόμα ανατείλει η δεκαετία του εξήντα…
Μέρα Μαγιού μου μίσεψες… ανοιξη γιε που αγάπαγες… κι ανέβαινες επάνω… άρμεγες με τα μάτια σου … σε ελεύθερη μετάφραση…
http://tvxs.gr