Αλήτουρας μικρός λοιπόν με κοντοπαντέλονα, κάτι αξέχαστα ωραία καλοκαιρινά δειλινά καθόμουνα πάνω σε μια στέρνα δίπλα σε ένα αμπέλι και κοίταα τσού τάρταρους (εκείνα τα μεγάλα πετροχελίδονα) που πετάνε ψηλά με το γέρσιμο του ήλιου και γεμίζουν την ησυχία με το κελάηδημά τους, που έχει εκείνη την μοναδική άγρια ομορφιά. Είχα μια λαστικέρα (σφεντόνα) τη γέμιζα και τσου έριχνα, αλλά που να φτάσει η πέτρα εκειαπάνου! Με τήραε ο νόνος μου εκειός ο αγνός άνθρωπος που γύρισε ψειριασμένος από τσου πολέμους με την ασκητική του μορφή και γέλαε. Δε τα σώνεις αυτά ορέ εγγονέ μου έλεε, φτερουγάνε αψηλά, έχουνε μάθει να είναι λεύτερα! Αφού απελπίζόμουνα να τα σημαδεύω καθόμουνα και εγώ δίπλα του σε ένα μεγάλο πωρί, κούμπαα και εγώ όπως εκειός τη πλάτη μου στα χείλα τση στέρνας και τα θαύμαζα. Κοιτάαμε μετά το αμπέλι, τα σταφύλια που κρεμότανε απόξου από τη λιθιά που λαμπιρίζανε καθώς τα βάραγαν οι τελευταίες αχτίνες του ήλιου. -Γιατί νόνε δε τα ρίχνεις από μέσα του είπα κάποια μέρα. -Έ μείνανε και κάνα δυό κρεμασμένα απόξου μου λέει άστα μπορεί να περάσει κανένας και να θέλει να δροσίσει τα χείλια του, να τα λιγκέψει που λένε. -Δηλαή να τα κλέψει και να τα φάει? -Εκειός που παίρνει ένα σταφύλι και το τρώει δεν είναι κλέφτης μου λέει κι ο αγροφύλακας να τον πιάσει δε μπορεί να του κάμει τίποτα, έτσι λέει ο νόμος. -Και τσου ξέρει τσου νόμους εκειός που θα περάσει? -Εξαρτάται μου λέει άμα είναι καλός άνθρωπος, ή κλέφτης. -Με μπερδεύεις νόνο του λέω. -Εσύ ποιος νομίζεις ότι τσου ξέρει μου λέει? Του απάντησα και κόντεψε να πνιγεί από το καπνό του «σέρτικου» που κρατούσε στα χείλια με τα ροζιασμένα από τη δουλειά δάχτυλα!
Όλο «περίεργα» πράματα μάθαινα από το σοφό νόνο μου, είχε βγάλει και το σχολαρχείο βέβαια και το «κανονικό» και τση ζωής.
One Comment
aris
Αλήτουρας μικρός λοιπόν με κοντοπαντέλονα, κάτι αξέχαστα ωραία καλοκαιρινά δειλινά καθόμουνα πάνω σε μια στέρνα δίπλα σε ένα αμπέλι και κοίταα τσού τάρταρους (εκείνα τα μεγάλα πετροχελίδονα) που πετάνε ψηλά με το γέρσιμο του ήλιου και γεμίζουν την ησυχία με το κελάηδημά τους, που έχει εκείνη την μοναδική άγρια ομορφιά.
Είχα μια λαστικέρα (σφεντόνα) τη γέμιζα και τσου έριχνα, αλλά που να φτάσει η πέτρα εκειαπάνου!
Με τήραε ο νόνος μου εκειός ο αγνός άνθρωπος που γύρισε ψειριασμένος από τσου πολέμους με την ασκητική του μορφή και γέλαε.
Δε τα σώνεις αυτά ορέ εγγονέ μου έλεε, φτερουγάνε αψηλά, έχουνε μάθει να είναι λεύτερα!
Αφού απελπίζόμουνα να τα σημαδεύω καθόμουνα και εγώ δίπλα του σε ένα μεγάλο πωρί, κούμπαα και εγώ όπως εκειός τη πλάτη μου στα χείλα τση στέρνας και τα θαύμαζα.
Κοιτάαμε μετά το αμπέλι, τα σταφύλια που κρεμότανε απόξου από τη λιθιά που λαμπιρίζανε καθώς τα βάραγαν οι τελευταίες αχτίνες του ήλιου.
-Γιατί νόνε δε τα ρίχνεις από μέσα του είπα κάποια μέρα.
-Έ μείνανε και κάνα δυό κρεμασμένα απόξου μου λέει άστα μπορεί να περάσει κανένας και να θέλει να δροσίσει τα χείλια του, να τα λιγκέψει που λένε.
-Δηλαή να τα κλέψει και να τα φάει?
-Εκειός που παίρνει ένα σταφύλι και το τρώει δεν είναι κλέφτης μου λέει κι ο αγροφύλακας να τον πιάσει δε μπορεί να του κάμει τίποτα, έτσι λέει ο νόμος.
-Και τσου ξέρει τσου νόμους εκειός που θα περάσει?
-Εξαρτάται μου λέει άμα είναι καλός άνθρωπος, ή κλέφτης.
-Με μπερδεύεις νόνο του λέω.
-Εσύ ποιος νομίζεις ότι τσου ξέρει μου λέει?
Του απάντησα και κόντεψε να πνιγεί από το καπνό του «σέρτικου» που κρατούσε στα χείλια με τα ροζιασμένα από τη δουλειά δάχτυλα!
Όλο «περίεργα» πράματα μάθαινα από το σοφό νόνο μου, είχε βγάλει και το σχολαρχείο βέβαια και το «κανονικό» και τση ζωής.
Χουά χα χα χα χα χα χα χα χα χα χα χα.