«Οσοι θέλουν να σπουδάσουν τη γυναίκα, ας ανοίξουν ένα εμπορικό στην οδόν Ευαγγελιστρίας ή στην οδόν Ερμού», έγραφε ο Δημήτρης Ψαθάς στα «Αθηναϊκά Νέα» το 1931 (εδώ, η Ερμού σε φωτογραφία της εποχής) |
«Πικάντικα» δημοσιεύματα και «βρώμικα» χρονογραφήματα αποκαλύπτουν τα ερωτικά ήθη, πάθη και έθιμα των παλαιών Αθηναίων από το 1834 έως το 1938
Tο 1923 «έντιμος υπηρέτρια με ζήλο και με ζέσιν» θα δημοσιεύσει στο περιοδικό «Γάτος» αγγελία, με την οποία «ζητά να βρη ανάλογον μέσα σε σπίτι θέσιν, με τα εξής προσόντα: ξανθά μαλλιά, μάτια γλαρά, καλοφτιαγμένο σώμα, γλυκύτατο χαμόγελο που μοιάζει σαν Τζοκόντα, δαχτυλιδένιο στόμα, γάμπες κανονικές, ματιές σατανικές, ζαχαρί ομιλία, παρέχει προς τον κύριον την κάθε… ευκολία».
Μερικά χρόνια αργότερα οι συντάκτες του περιοδικού «Μπουκέτο» θα ενημερώσουν τους Αθηναίους για τα συμπτώματα της γυναικείας απιστίας ενώ «κοινωνική έρευνα» της εφημερίδας «Χρεοκοπία» θα αποκαλύψει πως οι έκφυλοι γλεντζέδες διαφθείρουν τις αθώες μικρές, ποτίζοντάς τες με κανθαρίνη! Σοφέρ αφηγούνται σε περιοδικά ιστορίες για τις ερωτικές ατασθαλίες των πρώτων κυριών των Αθηνών, αφοσιωμένες καμαριέρες εκμυστηρεύονται πως είναι αναγκασμένες να «ανέχονται» τον κύριο για να καλύπτουν την κυρία, μανικιουρίστες αποκαλύπτουν πως τα αριστοκρατικά κομμωτήρια στην πραγματικότητα είναι διαφθορεία. Αποκλειστικά ρεπορτάζ πληροφορούν την αθηναϊκή κοινωνία πως, πέρα από τα πορνεία γυναικών και τις γκαρσονιέρες, υπάρχουν και τα χαμαιτυπεία ανδρών για αχόρταγες μαντάμ, καθώς επίσης και οι «φιγιέρες» ή αλλιώς οι «κοριτσιέρες».
Εχοντας γράψει για τη γαστρονομία, τη διασκέδαση και την καθημερινή ζωή στην παλιά Αθήνα κατά την περίοδο από την άφιξη του Οθωνα έως και πριν από την έναρξη του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου («Η παλιά Αθήνα ζει, γλεντά, γεύεται 1834-1938», Εκδ. Ωκεανίδα), ο οικονομολόγος και συγγραφέας Θωμάς Σιταράς, αυτήν τη φορά, μπαίνει στις κρεβατοκάμαρες (και όχι μόνο) των Αθηνών για να αποκαλύψει πώς ερωτεύονταν και κυρίως πώς ερωτοτροπούσαν οι Αθηναίοι εκείνης της εποχής. Αντλώντας υλικό από προσωπικές μαρτυρίες, σπάνιες φωτογραφίες και σκίτσα, χρονογραφήματα, διαφημίσεις και γελοιογραφίες, ο συγγραφέας παρουσιάζει στοιχεία για τις σχέσεις των δύο φύλων, τη σεξουαλική επανάσταση της εποχής, την εξέλιξη της θέσης της γυναίκας, τον έρωτα, τη διαφθορά και τη λαγνεία, για το πώς χαλιναγωγούσαν και, κυρίως, για το πώς ικανοποιούσαν οι Αθηναίοι και οι Αθηναίες την ερωτική τους επιθυμία.
Με αφετηρία τις νεαρές τροφαντές Ατθίδες της περιόδου μετά την απελευθέρωση και κατάληξη τις κοσμικές κυρίες της «αμαρτωλής» δεκαετίας του 1930 που αναζητούν «αγοράκια 12-14 ετών», στις σελίδες αυτού του πρωτότυπου λευκώματος συνωστίζονται οι «παρδαλές», οι «παστρικές» και γερμανίδες «αρτίστες» του τέλους του 19ου αιώνα, ο Μιμίκος και η Μαίρη και οι πρώτες γυναίκες σερβιτόρες της Αθήνας, παρθένες με στολή και νοστιμούλες που προσφέρονται για περιπετειούλες στο Ζάππειο, γυναίκες «εγκαταλελειμμένες», γυναίκες «μαϊμουδίτσες», γυναίκες «κυρίες των κυρίων», συφιλιδολόγοι, άνδρες εραστές, «μπεμπεκούλες» και «θείοι» και κορίτσια «ανεγνωρισμένης παρθενίας» και πάσης φύσεως «ντεμουαζελίδια», κοινώς δεσποινίδια. Τα καμώματα όλων αυτών και πολλών άλλων πρωταγωνιστών μιας ερωτικότατης Αθήνας παρέχουν στον συγγραφέα τη δυνατότητα να ολοκληρώσει με τον πλέον «αδιάκριτο» τρόπο την απεικόνιση μιας κοινωνίας και μιας εποχής μακρινής πλέον αλλά ακόμη άκρως σκανδαλιστικής.
Οσον αφορά τη λαγνεία πλέον και όχι τόσο τον ερωτισμό των κυρίων και κυρίως των κυριών της παλιάς Αθήνας, από τις δέκα δεκαετίες που παρουσιάζονται στο λεύκωμα, κυρίαρχη αναδεικνύεται η τελευταία, η δεκαετία του 1930. Ο συντηρητισμός της οθωνικής και της ρομαντικής περιόδου (1834-1880) θα αρχίσει να εξασθενεί κατά την τριακονταετία της Ωραίας – παρά τους πολέμους, τη φτώχεια και τις στερήσεις – Εποχής (Belle Époque), για να εξαλειφθεί εντελώς κατά τα πρώτα χρόνια του 20ού αιώνα και ιδιαίτερα κατά τη διάρκεια του Μεσοπολέμου. Πλέον οι γυναίκες κυριαρχούν – εργάζονται, κυκλοφορούν, διασκεδάζουν και ερωτοτροπούν, ξεσαλώνουν. Η Αθήνα του ’30 ήταν πλήρως απελευθερωμένη σεξουαλικά και «απολύτως γαντζωμένη», όπως σημειώνει ο συγγραφέας, «στο άρμα της μεγάλης αμαρτωλής ματρόνας, που λέγεται Γαλλία».
«ΒΛΕΠΙΣΤΕΣ». Μεταξύ των πολλών αθηναϊκών «ανωμαλιών», ιδιαίτερη θέση είχε και η οφθαλμοπορνεία ή αλλιώς το μπανιστήρι. Για όποιον «βιτσιόζο» ήθελε να «βλέπη το αγκάλιασμα των άλλων» υπήρχε το σπίτι της κυρίας Μαρίκας, διάσημο για τα «ερωτικά περισκόπιά» του, ήτοι «κάτι μαγικά κλειδιά που σας εισάγουν στους ερωτικούς παραδείσους των άλλων. Μπαίνετε σα διαρρήκτες μέσα, κλέβετε την ευτυχία των άλλων – με τα μάτια σας – και φεύγετε δίχως να σας αντιληφθούν». Με άλλα λόγια, «τα περισκόπια είναι μπανιστήρια ωργανωμένα, επιστημονικά, όπου κάθε “βλεπιστής” ικανοποιεί το βίτσιο του» ενημέρωνε το αθηναϊκό κοινό το περιοδικό «Φρου-Φου» σε ρεπορτάζ του 1934.
ΤΑ ΝΕΑ 24/1/2013
One Comment
aris
Τι να σχολιάσει κανείς, το θέμα είναι απύθμενο φίλε.
Υπεισέρχεται η υποκειμενικότητα και έτσι δεν υπάρχουν σταθερές ούτε όροι στο παιχνίδι.
Οι διαφόρων ειδών και εποχών κοινωνίες θέτουν κάποιους όρους στο σεξ για να υπάρχουν ισορροπίες μεταξύ των μελών τους, που όμως ποτέ δεν απέδωσαν για πολύ χρόνο και μετεξελίχθηκαν, αφού πάντα αντιτάσσονταν στους νόμους της φύσης.
Το σεξ είναι σα το κοτόπουλο που μπροστά στους άλλους το τρώς «πολιτισμένα» με το μαχαιροπίρουνο, άμα βρεθείς μόνος όμως το βουτάς με το χέρι και το απολαμβάνεις.
Άρα όλοι κοροϊδεύονται, γιατί γνωρίζουν όλοι ότι προσποιούνται έστω από διαφορετικές κάθε φορά ανάγκες.
Να πάμε τώρα στην εποχή του μεσοπολέμου στο 30΄ δηλαδή.
Οι γάμοι ήταν «εμπορικοί» εκ συνοικεσίου και αποκαταστάσεως. Αυτό φυσικό ήταν να φτιάχνει ζευγάρια χωρίς να υπάρχει κοινό σημείο εκτός ίσως της οικογένειας.
Προβληματικές καταστάσεις ως επί το πλείστον. Άμα η γυναίκα είχε διαφορά από τον άντρα 25 χρόνια και γέρναε ή πέθαινε ο άντρας, έμενε πίσω συνήθως ευκατάστατη τριανταπεντάρα και ωραία. Έ τι διάολο δε θα «ξέδινε» και λίγο μακριά από το ραμολιμέντο που είχε φορτωθεί? Τη συνήθη περίπτωση λέω. Εδώ συνέβαινε και σε παλάτια ακόμα!
Είχε και καμιά κατοσταριά αστές «ξεπεταγμένες» που μασάγανε τον οβολό των γνωστών μεγαλοαστών, άλλες τόσες τσάπα – τσούλες και στηνόταν το κουτσομπολιό της παλιάς Αθήνας.
Πιστεύω ότι αυτό ήταν όλο το «πανηγύρι».
Έπειτα εκείνη την εποχή το τόσο από στόμα σε στόμα γινόταν δέκα μέτρα μεγάλο.
Τώρα ακούς τίποτε? Όλοι κάνουν ότι θέλουν και κανείς δε δίνει σημασία.
Έ τα δουλικά τώρα κάνανε ότι κάνουν και τα σημερινά πολιτισμένα «δουλικά» για να πάρουν αύξηση, ή κάνα συνολάκι, ή και αυτοκινητάκι καμιά φορά.
Είχα ακούσει ένας παππούς ενός πολύ γνωστού μακαρίτη πατριώτη μας ήτανε ραμολιμέντο αλλά δεν άφηνε ανάγγιχτο δουλικό για δουλικό στο σπίτι.
Κυκλοφορούσανε λοιπόν γεμάτα σφίγκλες (καρφίτσες ραφτικής) στο στήθος και όπου αλλού για να φοβάται να τσι χουφτώνει και τη συμβουλή τσου την έδινε η κυρά του.
Και να ξέρατε ποιανού νόνος ήτανε? Άντε καλλιτέχνης ήταν.
Χουά χα χα χα χα χα χα χα χα.