Είναι ξεκάθαρο για τον Παλαμά πως, η βασική αιτία του ξεπεσμού και της αποσύνθεσης της κοινωνίας, πιο πολύ κι από την υλική και οικονομική καταστροφή, βρίσκεται στην ηθική σήψη, στην κατάπτωση των ανθρώπων της.
“Κακοκατάντησε η καρδιά του ανθρώπου. Κρίμα…κρίμα!”
Και είναι αυτή «η κατάντια», που κρατάει μακριά τον Έρωτα της δημιουργίας, που κάνει άντρες και γυναίκες να σέρνονται σκλαβωμένοι στα πάθη τους και βουτηγμένοι στην ψευτιά.
“ Σβησμένες όλες οι φωτιές οι πλάστρες μεσ’ τη Χώρα.”
Στίχος που σκιαγραφεί με μοναδικό τρόπο, το κύριο πρόβλημα της χώρας: την έλλειψη προοπτικής, την έλλειψη δημιουργικής πνοής για το αύριο, που θα μπορούσε να κρατήσει ζεστή την ελπίδα στην καρδιά του λαού.
Γιατί…ποια ελπίδα και ποιες προοπτικές να έχει μια χώρα, όταν όλες οι “φωτιές” μες στις οποίες θα μπορούσαν να σφυρηλατηθούν τα εργαλεία της προόδου, έχουν σβήσει;
Σαν να μην πέρασε μια μέρα… Τι λέτε;
Στην εκκλησιά, στον κλίβανο, στο σπίτι, στ’ αργαστήρι,
παντού, στο κάστρο, στην καρδιά, τ’ αποκαΐδια, οι στάχτες.
Πάει κι ο ψωμάς, πάει κι ο χαλκιάς πάει κ’ η γυναίκα, πάνε
τα παλληκάρια, οι λειτουργοί, και του ρυθμού οι τεχνίτες,
του Λόγου και οι προφήτες.
Τα χέρια είναι παράλυτα, και τα σφυριά παρμένα
και δε σφυροκοπά κανείς τ’ άρματα και τα’ αλέτρια,
κ’ η φούχτα κάποιου ζυμωτή λίγο σιτάρι αν κλείση.
Κι από κατάκρυα χόβολη μεστή η γωνιά, κι ακόμα
και πιο πολύ από τη γωνιά που του σπιτιού η καρδιά είναι,
κακοκατάντησε η καρδιά του ανθρώπου. Κρίμα. Κρίμα.
Σκοτεινό ρέπιο κ’ η εκκλησιά, και δίχως πολεμήστρες
το κάστρο, και χορτάριασε κ’ έγινε βοσκοτόπι.
Κι ο μέγας Έρωτας μακριά και είν’ άβουλος ο άντρας
κι άρπαχτος, και στο πλάι του χαμοσυρτή η γυναίκα
κυρά της έχει τη σκλαβιά και δούλο της το ψέμα.
Σβυσμένες όλες οι φωτιές οι πλάστρες μεσ’ τη Χώρα.
Τραγούδι των ηρώων! Εμπρός, τραγούδι των ηρώων!
Απάνου από τ’ απόσταχτα, άναψε, ώ φλόγα, λάμψε.
Κανένα χέρι δε θα ιδής απάνου σου ν’ απλώση,
να θρέψη σε, να ζεσταθή, να πάρη απ’ το θυμό σου,
να σπείρη σε στην εκκλησιά, στον κλίβανο, στο σπίτι,
να σε φωλιάση στην καρδιά, στο κάστρο, στ’ αργαστήρι.
Φλόγα, εσύ τότε αβοήθητη κ’ έρμη εσύ φλόγα, κρύψου,
Και κάμε τη μνημούρι σου τη στάχτη, και μη σβύσης!
Γιατί θα ρθή κάποιος καιρός, και κάποια αυγή θα φέξη,
και θα φυσήξη μια πνοή μεγαλοδύναμη άκου!
Από ποιο στόμα ή από ποιο χάος θα χυθή; Δεν ξέρω.
Μπορεί από την ανατολή, μπορεί κι από τη δύση,
ποιος ξέρει μην απ’ το βοριά, μην απ’ τα μεσημέρια∙
τάχα θα βγή απ’ τα τάρταρα, για θα ριχτή από τ’ άστρα;
Δεν ξέρω· ξέρω πώς θα ρθή, και με το πέρασμά της,
μέγα και θείο και μυστικό κι αξήγητο, θα σκύψουν
οι κορφές όλες, οι φωτιές θα ξαναδώσουν όλες.
Στην εκκλησιά, στον κλίβανο, στο σπίτι στ’ αργαστήρι,
στο κάστρο, στην καρδιά, παντού, στ’ αποκαΐδια, απρίλης!
Και σα θεών αγάλματα θαματουργά πλασμένα
να ηχολογάνε μουσικά, σαν τα φιλή ο κύρ Ήλιος,
και σα χλωρά ισκερόδεντρα που δεν τους απολείπουν
ζαχαροστάλαχτοι καρποί χειμώνα καλοκαίρι,
νά! να! ο ψωμάς, και να ο χαλκιάς, να και η γυναίκα, νάτα,
τα παλληκάρια, οι λειτουργοί, να του ρυθμού οι τεχνίτες,
του Λόγου να οι προγήτες!
Κι όταν τριγύρω σου οι φωτιές ανάψουν πάλε οι πλάστρες,
ξαναζωντάνεψε κ’ εσύ και ρίξου, ώ φλόγα, ώ φλόγα,
και κύλησε και πέρασε στα διάπλατα της χώρας,
και στης ψυχής τ’ απόβαθα, και πλάσε τα και ζήσ’τα,
γιομάτα ροδοκόκκινα παιδιά τα καρδιοχτύπια,
και πλάσε τους και ζήσε τους κάποιους καημούς πατέρες,
και κάποιες γνώμες πλάσε τις και ζήσε τις μητέρες,
και κάμε αδέρφια τα όνειρα και τα έργα! Εμπρός, τραγούδι!
Σβυσμένες όλες οι φωτιές, τραγούδι των ηρώων!