Έχουμε παραδώσει τα πάντα. Την ψυχή μας την πουλήσαμε στο δίπατο σπίτι, το παιδί μας το σκοτώσαμε στην αγορά του πανεπιστημίου να πιάνει τις σχολές με τα περισσότερα μόρια… Τη γυναίκα μας την κλείσαμε σπίτι, κι όταν ξεπόρτισε κάθε αρσενικό έμοιασε λάγνο. Εσύ φταις. Τα παρέδωσες όλα στην ασφάλεια.
Αχ, τι βρώμικα ξεπούλησες όμως τον λόγο…Έμαθες να μιλάς όπως οι άλλοι. Αν είσαι οικοδόμος όπως όλο το εργοτάξιο, αν είσαι διευθυντάς με το στόμφο και την ξενερωσιά του γραφείου. Αν είσαι γιάπης με μια γελοία ψευδεπίφαση Men’s Health βρε κακομοίρη, κι αν είσαι αριστερό φοιτηταριό με ένα γελάκι ενώ γλύφεις το χαρτάκι στο τσιγάρο που στρίβεις λέγοντας “Γά-μησέ τα”.
Η πιο εκπορνευτική μας προδωσία ήταν αυτή, να παραδώσουμε τις εκφράσεις μας στους όχλους. Δεν ξεχωρίζουμε τις αντιδράσεις μας στο σκοτεινό μπαράκι. Όλοι φλερτάρουν ίδια. Όλες καβλαντίζουν ίδια. Η σακούλα με τα ψώνια έχει λάθος πράγματα μέσα και παραπονιόμαστε με τον ίδιο τρόπο-ωιμέ- και τα βρωμόλογα που λέμε όταν γαμάμε καζάντισαν ίδια. Δεν είμασταν έτσι. Έτσι γίναμε ρε πούστη μου.
Αν νομιζεις ότι αυτά είναι μια σταυροφορία για την επιδίωξη του διαφoρετικού είσαι γελασμένος. Βασικά είσαι μπάμιας και μίζερος. Τράβα και γαμήσου και μην ξαναδιαβάσεις σειρά που γράφω. Το αντίθετο. Είναι μια αγωνιώδης κραυγή να βγει ο πραγματικός μας εαυτός. Αυτός που θάψαμε. Αυτός που πνίξαμε όταν ο άλλος εαυτός κέρδιζε πιο πολλά γελάκια. Και κάθε μέρα ο Όσκαρ Ουάιλντ ξαναπεθαίνει απο τα ανθρωπάκια που είναι τόσο ανυπόφορα βαρετά.
Η λογοτεχνία δυστυχώς δεν θα μπορούσε να μείνει πίσω. Διαβάζω κριτικές…Πέρα από τα πόσα μας κρύψανε στο σχολείο…Πέρα από όλα…
Πόσο μας απαγορεύσαν να αγαπήσουμε τη λογοτεχνία. Με τον πιο ύπουλο τρόπο. Σαμποτάροντας το μίσος μας για μέρος της. Οι ΠΑΣΟΚες καθηγητριούλες μας έβγαζαν χολή όταν ξινίζαμε σε ένα μαλακοποίημα από τα πολλά του Ελύτη για τον ήλιο και τη θάλασσα. Καταδίωξη της σκέψης. Αστυνομοκρατία. Έπρεπε όλη η λογοτεχνία να σ’αρέσει εξίσου. Παπάρια. Όταν δεν μπορείς να μισήσεις κάποιους ανθρώπους, δεν μπορείς να αγαπήσεις κανέναν παράφορα. Όταν έμαθα στην λογοτεχνία τι μισούσα, έμαθα και τι αγαπάω.
Ωιμέ, όχι άλλα πουρνάρια του Σεφέρη. Όχι άλλα παιδιά που παίζουν με τον ήλιο του Ρίτσου. Και μιλάω για δύο ποιητές που δεν τους μισώ. Απλά για όσα ποιήματα τους υπάρχουν που με ανατριχιάζουν, άλλα τόσα υπάρχουν με αφήνουν παγερά αδιάφορο. Άνιωθα. Κουρασμένα. Γέρικα. Ματαιοπονούν, λες και γράφτηκαν κατά παραγγελία.
Όμως.
“Το μεθυσμένο καράβι
Μ’ αλήθεια, εθρήνησα πολύ. Όλες οι αυγές αφόρητες,
πικρός ο ήλιος και φριχτό το κάθε είναι φεγγάρι.
Σε νάρκωση μεθυστική ο αψύς με βύθισε έρωτας.
Να σπάσει πια η καρίνα μου! Το κύμα να με πάρει!
Δεν το μπορώ πιά, ω κύματα, λουσμένο μες στα θάλπη σας,
τα μπάρκα εγώ του μπαμπακιού να παραβγώ κι ακόμα
σημαίες αλαζονικές ν’ αντιπερνάω και φλάμπουρα
και κάτω από των ποντονιών να κολυμπάω το σκώμμα!”
Τὸ παράπονο (ἀπόσπασμα)
Ἀναρωτιέμαι μερικὲς φορές: εἶμαι ἐγὼ ποὺ σκέφτομαι καθημερινὰ πὼς ἡ ζωή μου εἶναι μία; Ὅλοι οἱ ὑπόλοιποι τὸ ξεχνοῦν; Ἢ πιστεύουν πὼς θὰ ἔχουν κι ἄλλες, πολλὲς ζωές, γιὰ νὰ κερδίσουν τὸν χρόνο ποὺ σπαταλοῦν;
Μοῦτρα. Ν᾿ ἀντικρίζεις τὴ ζωὴ μὲ μοῦτρα. Τὴ μέρα, τὴν κάθε σου μέρα. Νὰ περιμένεις τὴν Παρασκευὴ ποὺ θὰ φέρει τὸ Σάββατο καὶ τὴν Κυριακὴ γιὰ νὰ ζήσεις. Κι ὕστερα νὰ μὴ φτάνει οὔτε κι αὐτό, νὰ χρειάζεται νὰ περιμένεις τὶς διακοπές. Καὶ μετὰ οὔτε κι αὐτὲς νὰ εἶναι ἀρκετές. Νὰ περιμένεις μεγάλες στιγμές. Νὰ μὴν τὶς ἐπιδιώκεις, νὰ τὶς περιμένεις.
Κι ὕστερα νὰ λὲς πὼς εἶσαι ἄτυχος καὶ πὼς ἡ ζωὴ ἦταν ἄδικη μαζί σου.
Καὶ νὰ μὴ βλέπεις πὼς ἀκριβῶς δίπλα σου συμβαίνουν ἀληθινὲς δυστυχίες ποὺ ἡ ζωὴ κλήρωσε σὲ ἄλλους ἀνθρώπους. Σ᾿ ἐκείνους ποὺ δὲν τὸ βάζουν κάτω καὶ ἀγωνίζονται. Καὶ νὰ μὴν μαθαίνεις ἀπὸ τὸ μάθημά τους. Καὶ νὰ μὴ νιώθεις καμία φορὰ εὐλογημένος ποὺ μπορεῖς νὰ χαίρεσαι τρία πράγματα στὴ ζωή σου, τὴν καλὴ ὑγεία, δύο φίλους, μιὰ ἀγάπη, μιὰ δουλειά, μιὰ δραστηριότητα ποὺ σὲ κάνει νὰ αἰσθάνεσαι ὅτι δημιουργεῖς, ὅτι ἔχει λόγο ἡ ὕπαρξή σου.
Νὰ κλαίγεσαι ποὺ δὲν ἔχεις πολλά. Ποὺ κι ἂν τὰ εἶχες, θὰ ἤθελες περισσότερα. Νὰ πιστεύεις ὅτι τὰ ξέρεις ὅλα καὶ νὰ μὴν ἀκοῦς. Νὰ μαζεύεις λύπες καὶ ἀπελπισίες, νὰ ξυπνᾶς κάθε μέρα ἀκόμη πιὸ βαρύς. Λὲς καὶ ὁ χρόνος σου εἶναι ἀπεριόριστος.
Κάθε μέρα προσπαθῶ νὰ μπῶ στὴ θέση σου. Κάθε μέρα ἀποτυγχάνω. Γιατὶ ἀγαπάω ἐκείνους ποὺ ἀγαποῦν τὴ ζωή. Καὶ ποὺ ἡ λύπη τους εἶναι ἡ δύναμή τους. Ποὺ κοιτάζουν μὲ μάτια ἄδολα καὶ ἀθῷα, ἀκόμα κι ἂν πέρασε ὁ χρόνος ἀδυσώπητος ἀπὸ πάνω τους. Ποὺ γνωρίζουν ὅτι δὲν τὰ ξέρουν ὅλα, γιατὶ δὲν μαθαίνονται ὅλα.
Ποὺ στύβουν τὸ λίγο καὶ βγάζουν τὸ πολύ. Γιὰ τοὺς ἑαυτούς τους καὶ γιὰ ὅσους ἀγαποῦν. Καὶ δὲν κουράζονται νὰ ἀναζητοῦν τὴν ὀμορφιὰ στὴν κάθε μέρα, στὰ χαμόγελα τῶν ἀνθρώπων, στὰ χάδια τῶν ζώων, σὲ μιὰ ἀσπρόμαυρη φωτογραφία, σὲ μιὰ πολύχρωμη μπουγάδα.
Ὅσο κι ἂν κανεὶς προσέχει
ὅσο κι ἂν τὸ κυνηγᾶ
πάντα, πάντα θά ῾ναι ἀργά,
δεύτερη ζωὴ δὲν ἔχει.
ὅσο κι ἂν τὸ κυνηγᾶ
πάντα, πάντα θά ῾ναι ἀργά,
δεύτερη ζωὴ δὲν ἔχει.
ιδέα από: camusstyle
επεξεργασία: ο γραφικός καλάγεμου