η διάθεση χάλια
ήθελω να βγω
αλλά που να πάω;
αλλά που να πάω;
-για καφέ; όλο καφέδες πίνω, τους έχω βαρεθεί
-για ποτό; μα το έκοψα, με πειράζει στο σκώτι
– για φαΐ; μα έχω κάμει κοιλιές, είπα να μην ξαναφάω βράδυ
– για κολλητήρι; μα είμαι και γέροντας και άσχημος
και με ποιόν να πάω;
-με φίλο; δεν έχω
-με γκόμενα; δεν έχω
– με φιλίππα; ντρέπομαι
– με κάνα πλούσιο; το πούρο μου βρομάει και το χαβιάρι μ αναουλιάζει
– με κάνα ντόπιο από καλή οικογένεια; δεν μου μιλεί κανείς ευτυχώς
– με κάνα ξένο; μου είχε πει η μάνα μου να μη μιλώ με ξένους
– με ηθοποιό; δεν ξέρω κανέναν
κι εκεί που σκεφτόμουνα μούρτε, με πριγκίπισσα, με πριγκίπισσα, τι χαρά, το βρήκα ο μαλάκας, τόση ώρα και να μη μούρχεται.
ε τώρα, να βγεις με πριγκίπισσα κι όχι με καμιά κωλόγρια, θα ζηλεύουνε ούλοι, θα σκάσουνε χα χα.
λέω να καλέσω και καμιά εικοσαριά αυλοκόλακες (μαλακοκολυτάρια τους λένε τώρα), έτσι κι αλλιώς τσάμπα τα μπιλιέτα, το θησαυροφυλάκιο τόχει ο γεννάδιος.
πριγκίπισσα, πριγκίπισσα, μεγάλη δουλειά, άραγε γιατί ζούμε σ αυτό το κόσμο;
αν δεν ζούμε για μια φανέστρα (όχι μανέστρα), αν δεν ζούμε για το τι λένε οι άλλοι για μας τότε γιατί σκατά ζούμε.
να κάτσω πάλι σπίτι;
μα σας το ξαναλέω έχω κακιά διάθεση και τηλεόραση δεν μπορώ να δώ, αν και έχω πάρει μία 187,5 inches, να την βλέπουν και να κομπλεξάρουνται οι κούληδες, να μαθαίνουν ποιοι είναι οι άρχοντες του κάμπου και να σκύβουν το κεφάλι.
δεν μου μένει τίποτ άλλο, μόνο με σεΐχηδες και πριγκίπισσες μ αρέσει να βγαίνω, αυτή είναι ζωή.
κι αντίο νόνα πούλεε ο νιόνιος
δ. δ. μανιάς