Κλεάνθους και Απόλλωνος γωνία,
γυμνή η αγωνία της αφής,
της επαφής η άγνωστη αρμονία,
η ημερομηνία της ζωής.
“Πώς σε λενε”, σε ρώτησα,
δε μου είπες κι αρρώστησα
κι ας ήξερες πως ήμουν ο Θεός,
ο Μέγας Ανατολικός. ( χ2 )
Συνήθισα να ζω με απουσίες,
ουσίες της ψυχής ν’ απομυζώ,
να ψευτοζώ με ξένες παρουσίες,
σε άγνωστες γραμμές να περπατώ.
“Πώς σε λενε”, σε ρώτησα,
δε μου είπες κι αρρώστησα
κι ας ήξερες πως ήμουν ο Θεός,
ο Μέγας Ανατολικός. ( χ2 )
Γονάτισα και ξάπλωσα στο χώμα
το άχραντό σου σώμα.
γραφικός μαλάκας
άχραντος:
- αμίαντος, αμόλυντος
- αγνός
- άσπιλος
- καθαρός