(αναδημοσίευση)
αυτόχθων
– θάνατος είναι οι κάργες που χτυπιούνται, στους μαύρους τοίχους και στα κεραμίδια.
αθάνατε καργιωτάκη. πόσο σημερινός είσαι. περιέγραψες στο ποίημα σου
“πρέβεζα” τότε, τη σημερινή και την αυριανή επαρχία.
“πρέβεζα” τότε, τη σημερινή και την αυριανή επαρχία.
μαρασμός και σε λίγο εξαθλίωση.
το βλέπεις στα μάτια των συνταξιούχων και των μισθωτών. τρέμουν το αύριο. σε μια κλωστή κρέμεται η σύνταξη και ο μισθός.
-επήρα ένα βιβλιάριο τραπέζης, πρώτη κατάθεσις δραχμαί τριάντα.
εμείς βέβαια τ αποσύρουμε από την τράπεζα γιατί είχαμε ανάγκη και το τελευταίο ευρώ.
αυτό το μήνα είμαι τυχερός πήρα τη σύνταξη μου έστω και κουτσουρεμένη. τον άλλο μήνα;
– περπατώντας αργά στην προκυμαία “υπάρχω” λες, κι ύστερα “δεν υπάρχεις”.
στις μεγαλουπόλεις ακούω χειρότερα πράγματα. φτάνεις σε σημείο να σκέφτεσαι μήπως είμαι και τυχερός που ζω στην επαρχία;
κάποιος θα με συμμεριστεί, θα με λυπηθεί. παρηγοριέσαι.
– βάσις φρουρά εξακονταρχία ιθάκης.
αν ζούσες σήμερα μεγάλε ποιητή, δεν θ αυτοκτονούσες. αφού ούτε σφαίρες για το πιστόλι σου δεν θα είχες ν αγοράσεις απ το μισθό της νομαρχίας…
ολόκληρο το ποίημα “η πρέβεζα”
θάνατος οι γυναίκες που αγαπιούνται , καθώς να καθαρίζουνε κρεμμύδια.
Βάσις, Φρουρά, Εξηκονταρχία Πρεβέζης. Την Κυριακή θ’ ακούσουμε τη μπάντα.
Επήρα ένα βιβλιάριο Τραπέζης, πρώτη κατάθεσις δραχμαί τριάντα.
Θάνατος οι λεροί και ασήμαντοι δρόμοι, με τα λαμπρά μεγάλα ονόματά τους,
Ο ελαιώνας, γύρω η θάλασσα, κι ακόμη, ο ήλιος, θάνατος μες τους θανάτους.
Θάνατος ο αστυνόμος που διπλώνει, για να ζυγίσει , μια «ελλιπή» μερίδα,
θάνατος τα ζουμπούλια στο μπαλκόνι, κι’ ο δάσκαλος με την εφημερίδα.
Βάσις, Φρουρά, Εξηκονταρχία Πρεβέζης. Την Κυριακή θ’ ακούσουμε τη μπάντα.
Επήρα ένα βιβλιάριο Τραπέζης, πρώτη κατάθεσις δραχμαί τριάντα.
Περπατώντας αργά στην προκυμαία, «υπάρχω;» λές, κι ύστερα «δεν υπάρχεις!».
Φτάνει το πλοίο. Υψωμένη σημαία. Ισως έρχεται ο κύριος Νομάρχης.
Αν τουλάχιστον, μέσα στους ανθρώπους αυτούς, ένας πέθαινε από αηδία…
Σιωπηλοί , θλιμμένοι, με σεμνούς τρόπους, θα διασκεδάζαμε όλοι στην κηδεία»
One Comment
aris
Τώρα να κριτικάρεις Καρυωτάκη… Νοιώθω σα ναυαγός άρτσι πελάου χωρίς σωσίβιο.
Να το παλέψουμε όμως, έτσι και αλλιώς όπως γίναμε τη πάλη την συνηθίσαμε, είμαστε και νησιώτες, το πέλαο το έχουμε δεύτερη πατρίδα μας.
Οι ποιητές έχουν και την λεπτότητα να το πω? , του χαρακτήρα που τους ξεχωρίζει.
Τα θέλουν και όλα τέλεια, κάτι ανεφάρμοστο σε ένα κόσμο που την καταστροφή το θάνατο δηλαδή, τον θεωρεί νόμο της φύσης ακριβώς ίδιο με τη γέννηση.
Η αρχή της ύπαρξης του κόσμου, δηλαδή γέννηση – θάνατος δεν είναι και τόσο «ποιητική».
Την αισιοδοξία της γέννησης διαδέχεται η κατάθλιψη του θανάτου, μια συνθήκη που δίνει τροφή στον ποιητή, αλλά κατά βάθος δε μπορεί να τη δεχθεί.
Πιστεύω ότι όλοι οι ποιητές των στίχων με τις βαθειές έννοιες μαύρες κάριες βλέπουν όχι μόνο στο θάνατο, αλλά και στη γέννηση.
Η ψυχή του Καρυωτάκη και του κάθε Καρυωτάκη πιστεύω ότι δεν μπορούσε να απολαύσει μια ροδοστόλιστη αυγή γιατί ταυτόχρονα σκεφτόταν τη μαυρίλα της Δύσης.
Να σκεφτούμε λοιπόν πιο ρεαλιστικά: Παίρνοντας την αρχή της ζωής κάτι αναπόφευκτο, ας ξεκινάμε ανάποδα από τη Δύση, τη μαυρίλα.
Ας βλέπουμε τη μαυρίλα όχι καταθλιπτικά αλλά σα προάγγελο της αυγής. Στην ουσία η ζωή έχει από μόνη της το χαρακτηριστικό της αισιοδοξίας, διαφορετικά δεν θα υπήρχε πλέον ο άνθρωπος, ένα ον που έχει το μειονέκτημα να σκέφτεται.
Αισιοδοξία λοιπόν οι Δύσεις φέρνουν πάντα τις Ανατολές!
Και έπειτα τι είναι οι κάριες?
Πουλάκια σα τους γλάρους που δηλώνουν ύπαρξη στεριάς για το ναυαγό.
Ένα ξου τους κάνεις και χέζουνται απάνω τους.
Και αφήνεις μόνο τους γλάρους…
Χουά χα χα χα χα χα χα χα.
Δε θα «πεθάνουμε» ποτέ κουφάλα νεκροθάφτη.