• dip: ειδος σαλτσας, στην οποια βουταμε φαγητο ή γλυκο
• ντιπ για ντιπ: εντελως, ολοτελα (τουρκ πομάκ)
Ειναι μια θεωρια που λεει οτι για να πετυχεις σ’ αυτο που κανεις, ή απλα για να περασεις καλα, πρεπει να “βουτηξεις” (dip) σε κατι που ειναι ντιπγιαντιπ θρασύ και ανέντιμο (τι κάνει η πείνα να μου πεις).
το dipyadip ειναι φαρμακο δια πασα νόσο:
– ερωτικη ή φιλικη σχέση μπουρδέλου
– αναζητηση δίφραγκου
– συνεταιρισμο απάτης
– δημιουργια επιχειρηματικων προϊοντων ρουφιανιάς
πετυχημένα dipyadip:
• το πορδοβούλωμα η λίζα
• το μούλικο ο μάπας
• το τουμπερλέκι louis vouiton
κανε dipyadip σε 3 βηματα:
1. “ταξιδεψε μακρυά” στο κιόνι ας πούμε
2. οταν φτασεις, συνδεσε τον προορισμο με την δεξιά αφετηρια
3. οσο πιο διαφορετικα ειναι αυτα τα δυο και οσο πιο καλα τα εχεις συνδεσει, τοσο πιο καλο dipyadip θα κανεις…
από: catherine the great