μετά την εξευτελιστική παύση, ο οίκος των κασσιανών κατάφερε με ταξίματα κι εκφοβισμούς να κρατήσει (με τέσσαρους), το δεξίο μισογκρεμισμένο πύργο της πόλης από την φοβερή επίθεση των πετσενέγκων.
τη μάχη όμως την κέρδισε η δέσπω που έξαλη έσκουζε:
«Ελένη, ρίξε τ᾿ ἅρματα, δὲν εἶναι ἐδῶ τὸ ρείθρον.
Ἐδῶ εἶσαι σκλάβα τοῦ πασᾶ, σκλάβα τῶν Ἀρβανίτων.»
«Τὸ θιάκι κι ἂν προσκύνησε, κι ἂν τούρκεψεν ἡ πλατεία,
ἡ Δέσπω ἀφέντες Λιάπηδες δὲν ἔκαμε, δὲν κάνει».
Ἐδῶ εἶσαι σκλάβα τοῦ πασᾶ, σκλάβα τῶν Ἀρβανίτων.»
«Τὸ θιάκι κι ἂν προσκύνησε, κι ἂν τούρκεψεν ἡ πλατεία,
ἡ Δέσπω ἀφέντες Λιάπηδες δὲν ἔκαμε, δὲν κάνει».
Δαυλὶ στὸ χέρι ἅρπαξε, κόρες καὶ νύφες κράζει:
«Σκλάβες μὴ ζήσωμε, παιδιά μ᾿, μαζί μου τώρα ἐλᾶτε».
Καὶ τὰ φυσέκια ἀνάψανε, κι ὅλοι φωτιὰ γενήκαν.
«Σκλάβες μὴ ζήσωμε, παιδιά μ᾿, μαζί μου τώρα ἐλᾶτε».
Καὶ τὰ φυσέκια ἀνάψανε, κι ὅλοι φωτιὰ γενήκαν.