ένα επίκαιρο τραγούδι
΄΄Όταν οι Ναζί ήρθαν για τους κομμουνιστές, έμεινα σιωπηλός, δεν ήμουν κομμουνιστής. Ύστερα φυλάκισαν τους κοινωνικούς δημοκράτες, κι εγώ έμεινα σιωπηλός, δεν ήμουν κοινωνικός δημοκράτης. Ύστερα ήρθαν για τους συνδικαλιστές, κι εγώ δε μίλησα, δεν ήμουν συνδικαλιστής. Ύστερα ήρθαν για τους Εβραίους, κι εγώ δε μίλησα, δεν ήμουν Εβραίος. Όταν ήρθαν για μένα, δεν είχε απομείνει κανένας, να μιλήσει για μένα.”
΄΄Όταν οι Ναζί ήρθαν για τους κομμουνιστές, έμεινα σιωπηλός, δεν ήμουν κομμουνιστής. Ύστερα φυλάκισαν τους κοινωνικούς δημοκράτες, κι εγώ έμεινα σιωπηλός, δεν ήμουν κοινωνικός δημοκράτης. Ύστερα ήρθαν για τους συνδικαλιστές, κι εγώ δε μίλησα, δεν ήμουν συνδικαλιστής. Ύστερα ήρθαν για τους Εβραίους, κι εγώ δε μίλησα, δεν ήμουν Εβραίος. Όταν ήρθαν για μένα, δεν είχε απομείνει κανένας, να μιλήσει για μένα.”
Το ποιο ωραίο μου τραγούδι θα σου πω,
σαν ταξιδιώτης που δε γνώρισε σταθμό.
Σα μεθυσμένος σε μπαράκι,
σαν αλητάκι σε παγκάκι,
σαν ισοβίτης που κοιτά τον ουρανό.
Μια νύχτα έσπασε η βιτρίνα της γιορτής,
και οι εκπτώσεις μας αρχίσανε νωρίς.
Κι είπες δεν είμαι για πολλά,
ποτάμι η αγάπη και περνά,
κι ύστερα έστριψες στου δρόμου τη γωνιά.
Να μ’ αγαπάς σα να πηγαίνεις σινεμά,
έλα να παίξουμε τον έρωτα ξανά,
ξέρω τα μυστικά του, έλα.
Να μ’ αγαπάς σαν να πηγαίνεις σινεμά,
έλα να παίξουμε τον έρωτα ξανά,
σαν τελευταίοι Μοϊκανοί για το αδύνατο ικανοί
και για την τρέλα.
Το ποιο ωραίο μου τραγούδι θα σου πω,
σαν ναύτης ξέμπαρκος σε τόπο μακρινό.
Σαν μάτι φάρου σ’ ακρωτήρι,
σαν ναυαγός σ’ ένα ποτήρι,
πουλί Φλαμίνγκο κάπου στον Ατλαντικό.
Εσύ τα βράδια στο πανόραμα γυρνάς,
για κάποιο όραμα χαμένο να μιλάς.
Κι εγώ που βάφτισα παρόν,
το μέλλον και το παρελθόν,
σε προσκαλώ στο φεστιβάλ των κυνηγών
καλάγεμου