Να διασκεδάζεις τα βράδια με μουσική, με τραγούδια, με χορό σε νυχτερινά κέντρα και σε μουσικές σκηνές χωρίς φαντάσματα γύρω σου- θύματα μιας καταστροφής που μοιάζει να μην έχει ούτε τελειωμό ούτε έλεος.
Να ψωνίζεις δώρα για τις γιορτές και στολίδια και φωτάκια για το σπίτι όταν η ζοφερή πραγματικότητα σβήνει σιγά σιγά κάθε μέρα κι από λίγο όλη τη λάμψη και μας αφήνει στο σκοτάδι, ένα σκοτάδι που εξαπλώνεται αντί να μικραίνει και τα σκεπάζει όλα με μια αίσθηση ματαιότητας.
Να τα πίνεις με φίλους μετά τη δουλειά και να μιλάς για λογοτεχνία και θέατρο, για σχέδια και προγράμματα, για δουλειά και για καλοκαιρινές διακοπές και ταξίδια χωρίς αυτούς που χάθηκαν, που τους κατάπιε η αγωνία, που μένουν άνεργοι και άεργοι μέσα στα σπίτια τους τυλιγμένοι στη μεσήλικη θλίψη του αναπόφευκτου.
Να μιλάς περί ανέμων και υδάτων και να φιλοσοφείς με ευτέλεια ενώ οι συνθήκες χειροτερεύουν καθημερινά και τα λόγια πια δεν είναι αρκετά- ενώ αποδεικνύεσαι πολύ κατώτερος των περιστάσεων και αποκομμένος από την σκληρή πραγματικότητα των αποτελεσμάτων της κρίσης και του μνημονίου.
Να παριστάνεις πως τίποτα δεν άλλαξε, πως όλα είναι όπως πρώτα, πως η άρνηση θα βοηθήσει να ξεπεραστεί το κακό, να πιστεύεις σε ένα καλύτερο αύριο επειδή διατηρείς ακμαία την ψευδαίσθηση της επιτυχίας που σου πουλάνε όσο ακόμα δεν είσαι άνεργος, όσο κουτσά στραβά καταφέρνεις να πληρώσεις τη ΔΕΗ και να στέλνεις τα παιδιά σου σχολείο ή να μην κρυώνεις, να μην πεινάς, να μην είσαι ανασφάλιστος ή άρρωστος.
Να εφησυχάζεις με τη γνωστή, ανούσια, δήθεν επαναστατική, γενίκευση ότι «δεν θα το βάλουμε κάτω, θα βγούμε, θα διασκεδάσουμε, θα ερωτευθούμε, δεν θα αφήσουμε εμείς την κρίση να μας κάμψει το ηθικό» γιατί ακόμα μπορείς. Θέλεις να εθελοτυφλείς για όσα γίνονται γύρω σου και σε αφορούν άμεσα και επιτακτικά γιατί φοβάσαι να δεις κατάματα την αλήθεια. Ζούμε ένα πρωτόγνωρο – στην μεταπολεμική Ελλάδα – καθεστώς απόλυτης και αυξανόμενης ανέχειας και σε ακραίες κοινωνικές και πολιτικές συνθήκες που απαιτούν εντελώς ανατρεπτικές συμπεριφορές επιβίωσης.
Συνεπώς το απλό, το καθημερινό το ανθρώπινο δεν είναι πια ούτε απλό ούτε αυτονόητο.