Ο/Η aris άφησε ένα νέο σχόλιο για την ανάρτησή σας “το θιάκι μας, τα μάτια μας, το διακύβευμα μας“:
![]() |
έτσι που το λες |
Είναι ένα μεγάλο μπέρδεμα φίλε.
Υπάρχει ένας τέτοιος ιστός συμφερόντων και αλληλοκάλυψης που στον απλό πολίτη φαντάζει σα χοντρό παραμύθι.
Έτυχε να τον δοκιμάσω λίγο και παλάβωσα.
Στο τέλος έμεινα να γελάω, ήταν η μόνη επιτυχία μου (πές το κέρδος), μαζί με την εμπειρία.
Συμφωνώ σε νέα άτομα παντού και ας είναι άπειρα, ας κάνουν μόνο το 30- 40% πρόοδο γιατί η τρικλοποδιά θα πάει σύννεφο, μα στην επόμενη φορά θα είναι καλύτεροι.
Στη πρώτη φάση όμως χρειάζονται βοήθειες από τον κοσμάκη που σέρνεται εδώθε – κείθε άπειρος συνήθως.
Δε μπορεί ο άλλος να κόβει κεφάλια από τη «Λερναία Ύδρα» και να πηγαίνει ο κοσμάκης να τα ξανακολλάει, πρέπει να μάθει και να αποφασίσει τι ακριβώς θέλει, να μη τσιμπάει σε κακόβουλες πονηριές και να μη βιάζεται.
Αν αυτό δε γίνει δεν αλλάζει τίποτε στον αιώνα τον άπαντα.
Αξίζει μια προσπάθεια ρε γαμώτο και στη χειρότερη περίπτωση θα μας μείνει ο τσαμπουκάς που λένε και η εμπειρία για κάτι καλύτερο στο μέλλον, δε μπορεί να πάνε όλα στραβά εκτός άμα και είμαστε κόπανοι και δε το ξέρουμε.
Ανάρτηση από τον/τη aris στο I love Ithaki. gr τη 6 Ιανουαρίου 2014 – 2:14 μ.μ.
άσχετο:
τσαμπουκάς αρσενικό
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | τσαμπουκάς | τσαμπουκάδες |
γενική | τσαμπουκά | τσαμπουκάδων |
αιτιατική | τσαμπουκά | τσαμπουκάδες |
κλητική | τσαμπουκά | τσαμπουκάδες |
- τσακωμός, καυγάς, φασαρία
- Μας πουλάει τσαμπουκά.
- κατ’ επέκταση ο μάγκας, ο νταής, αυτός που με τη συμπεριφορά του ψάχνει ή προκαλεί καυγάδες
- Ο πιτσιρικάς ήταν μεγάλος τσαμπουκάς.
- προκλητική μάγκικη συμπεριφορά, μαγκιά, νταηλίκι, ζοριλίκι
- Έξω από το καφενείο έγινε τσαμπουκάς.
- Πάει γυρεύοντας για τσαμπουκά.
- επουλωμένες πληγές, συνήθως από ξυράφι, στα χέρια ή και στο πρόσωπο
- Τα μπράτσα του ήταν γεμάτα τσαμπουκάδες.
Εκφράσεις[
]
- κόβω τον τσαμπουκά και σπάω τον τσαμπουκά: κάνω κάποιον να χάσει το ηθικό του, την εμπιστοσύνη στον εαυτό του και στις δυνάμεις του