Μπόχα λοιπόν πολιτική, μπόχα κομματική, μπόχα διαχείρισης Δημόσιου χρήματος, με συνέπεια να μη βλέπει ο κόσμος άσπρη μέρα στο βιοτικό του επίπεδο.
Και καλά στα ψηλά και στα μεγάλα σκαλοπάτια πως διάολο εγώ ο απλός και απομακρυσμένος πολίτης εκ των πραγμάτων να μπορώ να να δείξω την αντίδραση και αγανάκτησή μου όταν όλους αυτούς που μου παρουσιάζουν σαν υπεύθυνους (γιατί κανείς δεν ξέρει τι γίνεται όταν η ενημέρωση έχει τη γνωστή ποιότητα), τους βλέπω μόνο στο γυαλί και τους θεωρώ διαφορετικό είδος ανθρώπων (ξένους) από μένα?
Ή όταν κάθε αντίδραση(πορείες διαμαρτυρίας στο Σύνταγμα, συγκεντρώσεις διαμαρτυρίας σε μεγαλουπόλεις, κλπ), είναι πάντα κατευθυνόμενες και ελεγχόμενες με συγκεκριμένη αρχή και τέλος, συνθήματα κλπ?
Τι μου μένει?
Να βγάζω τα απωθημένα διαπληκτιζόμενος με συμπολίτες μου κομματικούς αντιπάλους!
Είναι σα να μη παίζει καλά η ομάδα μου και να πλακώνομαι με τους αντίπαλους φιλάθλους για να λύσω το πρόβλημα της ποιότητας του αθλήματος που προσφέρει.
Στα παλιά του τα παπούτσια του πρόεδρων, των διοικητικών συμβουλίων, και των συμβούλων των ομάδων όταν πλακώνονται μεταξύ τους οι φίλαθλοι για να κερδίσουν τι ακριβώς δεν ξέρω και εγώ, και στο τέλος ούτε και οι φίλαθλοι πιστεύω, αφού κάποτε θα δούν ότι τα κεφάλια τους γεμίζουν ράμματα και τίποτα δεν αλλάζει.
Παλιά κρατιόταν αρκετά η κατάσταση γιατί άμα γινόταν λοβιτούρες μέσα από στημένα και ξεπουλημένα παιχνίδια υπήρχε άμεση επαφή φιλάθλων και παιχτών.
Πώς να πάει ο Δομάζος στη Βικτώρια μετά από άσχημη εμφάνιση?
Πώς να κυκλοφορήσει αντίστοιχα ο Σιδέρης, ή ο Δεληκάρης στα στέκια του Πειραιά?
Οι απλοί παίκτες λοιπόν είχαν πρόβλημα κάτι δύσκολο να ξεπεραστεί, πράγμα που συγκρατούσε και τις διοικήσεις από πλήρη τουλάχιστο «ξεβρακώματα» όπως συμβαίνει σήμερα στα κόμματα εξουσίας.
Αν καταλάβατε καλά προσπάθησα να συνδέσω δύο πράγματα φαινομενικά άσχετα μεταξύ τους, αλλά στην ουσία σχετικά γιατί έχουν να κάνουν με κόσμο.
Από τη μία η πολιτική και από την άλλη ο αθλητισμός.
Αντιστοιχούμε λοιπόν:
Πρόεδρος, διοικητικό συμβούλιο, σύμβουλοι, παίχτες σε μια αθλητική ομάδα από τη μία, πρωθυπουργός, υπουργοί, βουλευτές και κατά τόπους κομματικά εκλεγόμενοι και διοριζόμενοι από την άλλη, (οι παίκτες).
ΓΙΑΤΙ ΜΠΟΡΟΥΝ να πίνουν το καφέ τους και να έχουν μούτρα να κυκλοφορούν στο άνετο μεταξύ μας τοπικά εκλεγμένα ή διορισμένα κομματόσκυλα που διαπιστωμένα έχουν ανακατευτεί σε διαχειριστικές οικονομικές λοβιτούρες?
Να μας δίνουν και οδηγίες ακόμα.
Να βγαίνουν και μπροστά για τη σωτηρία μας!!
Η ξευτίλα του απλού πολίτη σε όλο της το μεγαλείο!
Τους παίχτες οι ομάδες αναγκάστηκαν να τους κρύβουν μαντρωμένους στα ξενοδοχεία, έγιναν απόκοσμοι απομονωμένοι από τον κόσμο και έτσι δημιουργήθηκε μια κατάσταση ανεξέλεγκτη.
Στη πολιτική ο «παίκτης» δε μπορεί να κάνει το ίδιο, πρέπει να έχει άμεση επαφή με το πολίτη, στη πολιτική λοιπόν ο πολίτης υπερτερεί στο «παιχνίδι» μόνο που δεν αντιλαμβάνεται το πλεονέκτημα.
Το ψάρι πράγματι βρωμάει από το κεφάλι ότα είναι ψόφιο.
Όταν είναι ζωντανό όμως υπάρχει διαφορά.
Άμα δε το οδηγήσει η ουρά δε μπορεί να αρπάξει με το κεφάλι.
Και εμείς ο απλός λαός την ουρά μπορούμε να την ελέγξουμε, να τη κρατάμε με τα χέρια μας, γιατί δεν το κάνουμε?
Γιατί ακολουθούμε λάθος παροιμία?
Γιατί έντεχνα μας πέρασαν ότι όλα βρωμάνε από τη κορυφή που αυτή σε εμάς φαίνεται κάτι το άπιαστο και απυρόβλητο?
Στο άρπαγμα και στη κακοδιαχείριση του Δημόσιου χρήματος το κεφάλι χωρίς την «ουρά» είναι νεκρό πατριώτες και όταν ο άλλος φοβάται να γίνει ουρά βρώμικου αρπαχτικού γιατί δε θα ξέρει που να κρυφτεί, γλυτώσαμε από τη σημερινή εθνική γάγγραινα.
Τίποτε δεν είναι τυχαίο!
Και υπάρχουν απλές λύσεις αρκεί να βρεί τη χαμένη υπερηφάνεια του ο Έλληνας, το χαμένο τσαμπουκά του, να λέει τα σύκα – σύκα τη σκάφη – σκάφη και να σταματήσει να γλείφει σκατωμένες σόλες για φραγκοδίφραγκα.
Χουά χα χα χα χα χα χα χα χα χα χα χα χα χα χα χα.