Ακούω συχνά για τις προθέσεις κάποιων πολιτικών σχηματισμών πως δεν θα έβλαπτε η επιστροφή της οικονομίας μας στη δραχμή. Δεν είμαι οικονομολόγος και από την άλλη παλαιότερα κείμενά μου αποδεικνύουν πως δεν ήμουν οπαδός και συνοδοιπόρος όσων μας πήγαιναν άκριτα και φανφαρονικά στους Ολυμπιακούς Αγώνες, στην Ενωμένη Ευρώπη και κυρίως στο ευρώ.
Πίστευα πως η πολιτική εκείνη την εποχή έπασχε από το σύνδρομο της Μαντάμ Σουσούς, που ήθελε εν μια νυκτί από τον Βύθουλα να μπει στο Κολωνάκι. Σήμερα υφιστάμεθα τα επίχειρα αυτής της κατάστασης που η γιαγιά μου τη χαρακτήριζε ΚΑΡΑΦΑΝΤΑΛΟ!
Αλλά τώρα μπήκαμε στο ταψί και χορεύουμε όπως ο αρκουδιάρης μάς βαράει το ντέφι.
Οσοι υποστηρίζουν πλέον την επιστροφή στη δραχμή δεν είναι δα ερωτευμένοι ούτε με την αρχαία νομισματική μονάδα ούτε με το συναισθηματισμό του πατριωτισμού.
Εννοούν απλά ότι μια τράπεζα κρατική, που κόβει και τυπώνει νόμισμα, κάθε φορά που θα τα βρίσκει σκούρα θα τραβάει στο Εθνικό Νομισματοκοπείο και θα τυπώνει αβέρτα χαρτονομίσματα.
Αυτό, σου λέει, κάνει και ο Ομπάμα σήμερα, τυπώνει δολλάρια. Εμείς όμως που μεγαλώσαμε στην Κατοχή και στα πρώτα χρόνια της Απελευθέρωσης, θυμούμαστε τι σήμαινε τύπωμα χαρτονομισμάτων και τι σήμαινε πληθωρισμός. Εχουμε ακόμη σε κάποια συρτάρια ως μουσειακό είδος χαρτονομίσματα των 5, των 10, των 20 δισεκατομμυρίων. Θυμάμαι πως με 3 δισεκατομμύρια αγόραζα ένα σταφιδόψωμο από τον ταβλά ενός υπαίθριου κουλουρτζή και την επομένη το ίδιο κομμάτι κόστιζε 4 δισεκατομμύρια. Ο μισθός του δημόσιου εκπαιδευτικού πατέρα μου ήταν τον ένα μήνα 1,5 τρισεκατομμύριο και τον άλλο μήνα 3 τρισ. και έπαιρνε λιγότερα είδη. Ας μην το ξαναπαίξουμε ως κωμωδία τώρα πλέον το ίδιο νομισματικό σήριαλ.