οι επαναστάτες του καφενείου στο θιάκι δεν μπορούν να διαχειριστούν το μέλλον του νησιού.
του: διον. διομ. μανιά
όπως λες κι εσύ, ζήσαμε καλά φίλε
είχαμε όμως τα προσόντα, είχαμε τ αντισώματα
γεννηθήκαμε ανάμεσα από ένα παγκόσμιο κι ένα εμφύλιο πόλεμο, μεγαλώσαμε μέσα στη συμφορά, τη δυστυχία και τη φτώχεια.
ζήσαμε μια δικτατορία σ όλο της το μεγαλείο, αλλά δουλέψαμε και δουλεύουμε πολύ, γυρίσαμε όλο τον κόσμο πενήντα φορές (εδώ θέλει και λίγη τύχη) κι ακόμη έχουμε την υγεία μας και συνεχίζουμε.
δεν έχουμε απαιτήσεις.
πολλές φορές μας αρέσει πιο πολύ με τα λίγα.
τούτα τα χοντρούλικα του καναπέ, που μάθανε να τ αρπάζουν κοροϊδεύοντας τον κόσμο, μόλις τους πεις να κάνουν κάτι, κάνουν επανάσταση στα καφενεία, τα ξέρουν όλα, όταν όμως δεν έχουν να φάνε ή αυτοκτονούν ή γίνονται ρουφιάνοι της κοινωνίας τους, δεν δέχονται το συλλογικό, το θεωρούν αποτυχία.
θέλουν μόνο το χρήμα για να μπορούν να γαμάνε και να δέρνουνε, να βγάζουνε τ απωθημένα τους, τα κόμπλεξ τους, να γίνονται αποδεκτοί από τους ομοίους τους, τους πλουτοκράτες.
ορισμένα μάλιστα είναι και αριστεροί, κι αγαπάνε και τον σαβόπουλο κλπ, κι είναι αριστεροί γιατί τους έμεινε απ όταν δεν είχαν φράγκο, τ αρπάξανε οι πατεράδες τους όμως, μάθανε κι αυτοί κι αρπάξανε περισσότερα, το σκεφτήκανε καλύτερα και δεν το παίζουν πλούσιοι, ξύπνια τα λυκάκια, επαναστάτες του κώλου που λες, άχρηστοι συνήθως και με πλάτες αλλονών, έχουνε τα κότσια και κουνιούνται, αντί να κάτσουνε ήσυχοι στ αυγά τους.
θα μου πεις, ποιος είσαι εσύ που κρίνεις τους πάντες και τα πάντα;
και θα σου πω κι εγώ ότι:
θυμάσαι την φέτα που μας έδινε η μάννα μας όταν σχολάαμε για μεσημεριανό;
συνήθως μου έβαζε λάδι, αλάτι κι ένα χλωρό σκόρδο στο άλλο χέρι, που το προσφάϊζα για να με φτάσει να φάω όλη τη φέτα.
οι πιο πολλοί όμως στη φέτα τους εβάζανε νερό με λίγη ζάχαρη η αλάτι.
παίρναμε τη φέτα και βγαίναμε στο δρόμο να την φάμε μαζί με τ άλλα παιδιά, βλέπαμε τι τρώει ο καθένας, όταν όμως είχαμε κάτι καλό το τρώαμε κρυφά, για να μην το δούνε οι άλλοι και ζηλεύουνε, γιατί σου ζητάανε κι σε ποιόν να πρωτοδώσεις.
κι αυτό πολύ λίγοι το κάνουν φίλε μου.
One Comment
aris
Ρε τι μου θύμισες τώρα!
Γωνία από ζεστοφούρνι, τρύπα χωνί στη ψύχα, λάδι μέσα και ξαναβάλσιμο τση αφαιρεμένης ψύχας στη τρύπα να παπαριάσει μέσα στο λάδι και φέτα (τυρί το λέαμε τότε, ένα τυρί ξέραμε), στο άλλο χέρι.
Η αδυναμία μου ήταν ψωμί πασαλειμμένο με λάδι, ξύδι και ψιλόχοντρο αλάτι!
Σωστός είσαι φίλε.
Θυμάμαι τη μάνα μου, εσωτερικοί μετανάστες τότε μια και ο πατέρας μου ναυτικός, είχε κάτι Αθηναίικα ρουχαλάκια και μου τα άφησε μπεσκέσι στην Αθήνα μπας και τα φόραε στο χωριό και νοιώσουν άσχημα αυτές που δεν είχανε.
Απλοί άνθρωποι και σπουδαγμένοι όχι σε σκολειά αλλά στο μεγάλο σχολείο της ζωής!
Και τώρα κουβεντιάζεις στο χωριό και ντρέπουνται να πούνε τι μισθό, ή σύνταξη παίρνουν.
Όλη τους η ζωή και η ύπαρξη τα λεφτά.
Άνεργος 3 χρόνια ζεί από την αγροτική συνταξούλα της μάνας του και ντρέπεται να πα να μαζέψει τις ελίτσες του, επιστήμονας βλέπεις!
Εγώ ο μαλάκας προίκα τις πήρα και τις μαζεύω τόσα χρόνια.
Και τον κερνάω και το κρασάκι του έτσι από λύπηση. Αυτό που με πειράζει είναι ότι κάνω κάτι που δε θά ΄πρεπε.
Δε βαριέσαι όμως…
Απ΄όξου μόστρα και από μυαλό η μ@λ@κία πάει σύννεφο φίλε.
Αυτά μας φέρανε σε αυτά τα χάλια.
Αυτά έδωσαν ευκαιρίες στους από πάνω να μας ρημάξουνε.
Όσο για το ποιος είσαι εσύ που θα μας κρίνεις δεν ισχύει.
Απλά όλα κρίνονται εκ του αποτελέσματος και αυτό συζητάμε.
Δε θα μας στερήσουν και την ελευθερία της κρίσης, γιατί η ελεύθερη κρίση ξεχωρίζει τον άνθρωπο από τα ζώα.
Όποιανου δε του αρέσει να φορέσει φούμουτρο και λουράκι να τον πηγαίνουμε βόλτα για τσίσα.
Χουά χα χα χα χα χα χα χα χα χα χα.