editing: dion. diom. manias
Απ’ το 44 κι από το γλυκοχάραμα,
ποτίζουν αίμα το στενό με σύμβουλο ένα Βρεττανό.
46 εγύρισε, στο σβέρκο μας θρονιάστηκε
κι ο αδερφός τον αδερφό με σύμβουλο παλατιανό,
κανόνια σέρνουν στο βουνό με σύμβουλο παλατιανό.
47 κι ανάθεμα, όλα δικά τους τα ‘θελαν
κι ο αδερφός τον αδερφό με σύμβουλο Αμερικανό,
χορταίνει νιάτα το βουνό με σύμβουλο Αμερικανό.
Προδότες και δοσίλογοι, όλοι καλοδεχούμενοι,
πατριώτες και αγωνιστές στον τοίχο και στις φυλακές,
Νταχάου σ’ ελληνικό νησί κι ένας σοφός υμνολογεί:
Η Μακρόνησσος, είναι ο Παρθενών της συγχρόνου Ελλάδος.
Κι απ’ τα 54, το μέλλον μας ανθόσπαρτο,
το σύστημα έχει οργνωθεί και ο λαός φακελωθεί,
οι σύντροφοι εκτελεστεί, οι πλάκες έχουνε πλυθεί.
Μα ένας σοφός ανησυχεί:
Δεν έχω ανάγκη από ήρωες,
θέλω γύπες, σκυλιά λυσασμένα που να γαβγίζουν.
Στεριώνουνε στην τάξη τους, μένουν συναμετάξυ τους,
παίρνουν το φόρο απ’ το φτωχό, τον κάνουν αγιοκρατικό.
Κεφάλαιο εφοπλιστικό, κεφάλαιο βιομηχανικό.
Ο πλούσιος πλουσιότερος και ο φτωχός φτωχότερος,
η αγροτιά κι η εργατιά, το δρόμο παίρνουν του βορριά,
για προκοπή στην ξενητειά κι ένας σοφός δοξολογά:
Η μετανάστευσις, είναι ευλογία διά τον τόπον.
Σαν Έλληνες περήφανοι, σαν Ευρωπαίοι ελεύθεροι,
σαν κράτος συνεταιρικό, στο ΝΑΤΟ μέλος εκλεκτό,
απ’ τον προϋπολογισμό, το πιο μεγάλο μερτικό.
Το πιο μεγάλο μερτικό, το δίνουμε για το στρατό
κι είμαστε κράτος δυνατό, σ’ εχθρούς και φίλους σεβαστό
κι ακούμε εκείνο το σοφό, να λέει σ’ ένα Αμερικανό.
Κύριε Πρόεδρε, της Αμερικανικής Βιομηχανίας
Ραπτομηχανών Σίγκερ, ιδού ο στρατός σας.
Το σύστημα έχει οργανωθεί και ο λαός φακελωθεί,
οι σύντροφοι εκτελεστεί, οι πλάκες έχουνε πλυθεί.
Το σύστημα έχει οργανωθεί και τα προβλήματα λυθεί,
οι σύντροφοι εκτελεστεί, οι πλάκες έχουνε πλυθεί.
Δίσκος: Εχθρός λαός
Μουσική: Μίκης Θεοδωράκης
Στίχοι: Ιάκωβος Καμπανέλλης
Copyright: 1975
Δισκογραφική εταιρία: Minos
Του παιδιού, του θαρρή, για τσι δίκη του,
των Ελλήνων τη χώρα.
Εμείς είμαστε οι τραμπούκοι που λένε
κι ολονών εκειδά των τρανών κλικαδόρων οι πράκτορες.
Προσοχη! Απαξιάμπας.
Ένας έξυπνος μάγκας από τρούμπα σε τρούμπα,
έναν κι έναν μας διάλεξε ν’ αγρυπνάμε
σαν σκύλοι στα καλά τους απάνω.
Θα μου πεις και το λόγο σου σέβομαι,
φτωχαδάκι κι εσύ, ρε ρουφιάνε.
Και με μάνα που πέθανε σφουγγαρίζοντας σκάλες,
ξενοπλένοντας ρούχα,
που την είδες ξεκούραστη μια και μόνη φορά.
Στη μικρή της την κάσα,
που σου πάει η καρδιά για ρεζίλι παρά το λαό,
που για φτώχεια μιλάς, αγαπιές και τρανούς
πως εσύ να βαράς, να καρφώνεις.
Ε τι σόι νταής είσαι λόγου σου,
που με τρύπιο τρουπάς και μπαμπέσικα,
με λοστό το λεβέντη στο κεφάλι χτυπάς
και σκοτώνεις.
Θα στο πω στα κρυφά κι άμα θες το πιστεύεις,
κάπου-κάπου με πιάνει ντροπή
κι όλο λέω να τ’ αφήσω.
Μα σαν μπλέξεις με τέτοιες δουλειές
και να θες να ξεκόψεις δε σ’ αφήνουν αυτές.
Πάει πια, σε βαστούν μέσα-όξω δεμένο,
μπρος φωτιά πίσω ρέμα αδερφάκι.
Απ’ την άλλη μεριά θαρρετά σε καλώ,
την κατάσταση λογικά να κοιτάξεις,
είμαι ή όχι εγώ τελευταίος τροχός της αμάξης
και γιατί το λοιπόν να ‘μαι εγώ πιο καλός,
ηθικός και σωστός απ’ αυτούς εκεί πάνω.
Σαν δεν ντρέπονται αυτοί, πρέπει εγώ να ντραπώ,
που για πρώτη φορά, στα κουτσά στα στραβά,
όσο να ‘ναι την έχω βολέψει
κι έχω κι ένα βρακί να φορώ,
που δεν έχει απ’ το φόρεμα φέξει.
Πες μου το ναι μια φορά,
δώσ’ μου ξανά τι χαρά,
ταχτικός ο μισθός, ρουχαλάκια, φαΐ,
ταχτικό το μπαρμπούτι κι οι μαύρες,
γνωριμίες καλές, χαμηλές κι αψηλές
και στην πρόστυχη αυτή κοινωνία
μια θέση.
Ούτε πλούτο ζητώ, ούτε δόξα γουστάρω,
όπως όλοι κι εγώ, το ψωμάκι μου βγάνω,
με τον τίμιο ιδρό μου, όπως λένε.
Και ουκ ολίγας φοράς στις γνωστές συγκεντρώσεις,
το πληρώνω με αίμα.
Γιατί έτσι και μου λάχει αν δεν κρύψει χωμένο παιδί,
δημοκράτης καλός, τρώω ξύλο που θα σκότωνε βόδι.
Όπως όλοι κι εγώ, το ψωμάκι μου βγάνω,
με τον τίμιο ιδρό μου, όπως λένε.
Άλλες πάλι βολές, αλλά αυτό μεταξύ μας,
μας στο λέει ο αρχηγός, διαταγή δηλαδή.
Θα σας δείρουν, αφήστε,
θέλω τρεις τραυματίες,
για να γράψει ο εθνικόφρωνας τύπος,
ότι πάλι αυτοί οι κοπρήτες,
κακοποίησαν αθώους πολίτες.
Στήσε τώρα τ’ αφτί κατακεί
και θα μάθεις ευθύς το γιατί,
λέω μένουν και οι δεύτεροι καιροί,
μες στη θύελλα που θα ‘ρθει
κι ο Θεός βοηθός,
θα ‘ναι πάλι καλοί συνεταίροι
και θα δεις το λοιπόν πόσα εσύ επισήμως μαθαίνεις,
το καπάκι μονάχα σ’ αφήνουν να δεις
μα τον τέντζερη που ‘χουν πάντα κλειστό,
μα που εσύ με την πίστη σ’ αυτούς που σε κλέβουν,
με την πίστα σ’ αυτούς που σε κλέβουν, ζεσταίνεις.