Κάθε πρωί, στο δρόμο για τη δουλειά, περνάω έξω από έναν παιδικό σταθμό. Το ίδιο και στην επιστροφή. Χθες το δρόμο μου “έκλεισε” ένα μικρό κοριτσάκι, ντυμένο στα ροζ, που ξέφυγε απ’ το χέρι της μαμάς του και βρέθηκε να περπατάει μπροστά μου στο πεζοδρόμιο, με μικρά, αβέβαια και ελαφρώς χοροπηδηχτά βηματάκια που έκαναν τη μικρή αλογοουρά της να ταλαντεύεται πέρα δώθε. Αντί να το προσπεράσω, επιβράδυνα και συνέχισα να περπατώ από πίσω της, χαμογελώντας. Και τότε σκέφτηκα κάτι που ποτέ ως τώρα δεν είχα σκεφτεί, εννοώ που ποτέ ως τώρα δε με είχε απασχολήσει απλώς και μόνο στη θέα ενός παιδιού: θα μπορούσα να είμαι μαμά της.
Ίσως να’ναι η “Γέρμα”, που παρακολούθησα τη Δευτέρα, ίσως και όχι. Πάντως, όσο μεγαλώνω, συμβαίνει κάποιες φορές όλο και πιο έντονα να συνειδητοποιώ ότι, όσα κι αν έχει καταφέρει μια γυναίκα, όσα σημαντικά κι αν έχει με το σπαθί και την αξία της πραγματοποιήσει, εκείνο που την καταξιώνει στα μάτια της πλειοψηφίας των υπολοίπων γυναικών, είναι η μητρότητα. Το βλέπω στη συμπεριφορά ορισμένων (γυναικών, επαναλαμβάνω) συναδέλφων στη δουλειά, στην ευκολία με την οποία σχολιάζουν πικρόχολα με την πρώτη ευκαιρία τις συναδέλφους που δεν έχουν οικογένεια, το βλέπω στον περίγυρό μου, σ’ εκείνη τη θεία (η ίδια πάντα) που επιμένει να μου εύχεται να βρω ένα καλό παιδί να παντρευτώ, γιατί “δεν είναι ούτε τα πτυχία ούτε τα ταξίδια ούτε τίποτα, σαν τη χαρά ενός παιδιού”. Και πάει λέγοντας. Μα πώς ο γάμος και τα παιδιά γίνεται να’ναι αυτοσκοπός και μέρος προγράμματος; Αφού για να μου συμβούν εμένα όλα αυτά (βρε θεία!), θα πρέπει πρώτα να γίνω εκστατικά ευτυχισμένη μαζί και δίπλα σ’ έναν άντρα. Να, σαν την ηρωίδα στο “Σάββατο βράδυ στην άκρη της πόλης”:
“Μετά την υποτροφία ήμουν σίγουρη πως ο κόσμος θα μεγάλωνε κι άλλο, πως θα γινόταν όσο μεγάλος έπρεπε, δηλαδή απέραντος- αλλά αργότερα, όταν η Μπίμπι έλεγε πως ήθελε να κατακτήσει το Μανχάτταν, εγώ σκεφτόμουνα πως δεν ήθελα να κατακτήσω τίποτα, ήθελα μόνο να δω όλες τις χώρες του κόσμου και να γίνω εκστατικά ευτυχισμένη, εκστατικά ευτυχισμένη μαζί και δίπλα κι απέναντι σ’ ένα αγόρι. Δεν ήθελα να τον παντρευτώ, ούτε ήθελα να είναι πλούσιος- ήθελα μόνο να με κάνει να γελάω και να ξέρει τ’αγαπημένα μου τραγούδια και να φιλάει ωραία και να θέλει κι αυτός να δει τον κόσμο. Και όλα αυτά ήταν δυσκολότερα απ’ το να κατακτήσει κανείς το Μανχάτταν- όμως τότε δεν το ήξερα. Δεν είχα ιδέα.”
Παρασύρθηκα, όμως. Πίσω στην παράσταση: τη βρήκα εξαιρετική. Καταρχάς σκηνοθετικά. Βοηθάει σίγουρα πολύ και το υπέροχο κείμενο του Λόρκα, όμως το πώς μέσα από μία και μόνο συρταριέρα ξετυλίχθηκαν μπροστά στα μάτια μας οι κάμποι, τα νερά, τα βουνά και τα χωριά της Ανδαλουσίας, το βρήκα μαγικό. Ύστερα οι ηθοποιοί. Μια ομάδα παιδιών περίπου στην ηλικία μου, κάποια και μικρότερα, να δίνουν τον καλύτερο εαυτό τους. Η δε πρωταγωνίστρια ήταν συγκλονιστική. Η λαχτάρα της Γέρμα για το παιδί που δεν έρχεται (“Κύριε, κάνε να ανθίσει το ρόδο μου, μη μου το κρύβεις στους ίσκιους“) και που τελικά την οδηγεί στην τρέλα, δε θα μπορούσε, νομίζω, καλύτερα να αποδοθεί. Ευτυχώς στην επιστροφή περπατήσαμε με τον Π. από το Γκάζι ως το Χίλτον, διαφορετικά δε θα ήξερα τι να το κάνω όλο αυτό το βάρος της παράστασης.
Χθες, πάλι, πήγαμε να δούμε το “Μαζί ποτέ” (καμία σχέση με το ομώνυμο κινηματογραφικό). Πάλι δύο νέοι ηθοποιοί που μας ταξίδεψαν στα πισωγυρίσματα μιας τοξικής σχέσης και του “σ’ αγαπώ, αλλά δε μπορώ να είμαι μαζί σου”. Όμορφο κι αυτό. Ειδικά στον ανδρικό ρόλο διέκρινα κάποια θραύσματα του χαρακτήρα μου. Κι ας βιάστηκα να τον χαρακτηρίσω, στη μετέπειτα συζήτηση για την παράσταση, άρρωστο, αφού επέμενε να μένει κολλημένος σε μια αδιέξοδη σχέση. Αλλά έτσι είναι, όταν είναι κανείς πλέον “καθαρός”, κρίνει εύκολα και εκ του ασφαλούς. Στα δύσκολα σημεία της παράστασης παρατήρησα το μπροστινό ζευγάρι να κρατιέται απ’το χέρι και το κορίτσι να’χει γείρει στον ώμο του αγοριού. Παραλίγο να μελαγχολήσω, αλλά ευτυχώς ο Π. στην επιστροφή έκανε ένα σχόλιο για την παράσταση, θετικό μεν, αλλά που, έτσι που το εξέφρασε, μου φάνηκε τόσο αστείο που ξέσπασα σε ασυγκράτητα γέλια μέχρι δακρύων. Κι ενώ δε γελάω εύκολα γενικά, το σκεφτόμουν και γελούσα μοναχή μου σα χαζό και στο δρόμο προς το σπίτι και σήμερα στο λεωφορείο προς τη δουλειά και μετά στο γραφείο, ακόμη και τώρα που το σκέφτομαι γελάω!
πηγή: http://inredshoes.wordpress.com/