ο καιρός είναι καλός, τ άλογα κοντεύουν στο τέλος του πρώτου γύρου (μήνα) κι έχουμε άλλους τρεις, ακούγεται ότι θα μπει κι άλλο άλογο στην πίστα, οι θεατές με τα κιάλια και τα καπελάκια τους στις κερκίδες αναποφάσιστοι στο μεγαλύτερο ποσοστό τους, τα ζωντανά έχουνε άγχος, δεν τ αμολάνε οι αναβάτες, έχουνε πολύ δρόμο ακόμα, ένα άλογο κάνει επίθεση ν ανεβεί στη σειρά, τ άλλα επιφυλάσσονται δεν θα τα δώσουν όλα τον πρώτο μήνα, οι αναβάτες είναι κωλοπετσωμένοι, έχουν λάβει μέρος σε πολλές κούρσες.
το κάθε άλογο έχει τα συν του και τα πλην του
– το ένα είναι κάπως γερασμένο αλλά με πείρα.
– το άλλο έχει κάτι κιλά παραπάνω και βαρύ καλπασμό (δεν θα το παίξει ούτε η μάννα του)
– το άλλο έχει κάτι σαν αστασία (κούνημα) στο καλπασμό, (ρε λες να πέσει κάτου)
– το άλλο νέο κι άπειρο, κλωτσάει.
– το άλλο δεν θέλει να βγει μπροστά, πάντα έτσι κάνει, ο αναβάτης βαριέται, αλλά δεν θέλει να χάσει την δουλειά του.
– το άλλο δεν έχει μπει ακόμα στην πίστα, το κάνει βόλτα ο προπονητής μπροστά από τους θεατές, αυτό φοβάται μην το κλωτσήσει κάνα άλλο άλογο, θα δούμε τι θα γίνει.
μα σα να μου φαίνεται πως βλέπω και δυο φοράδες με χοντρα καπούλια και υπερυψωμένα πέταλα εκεί στην άκρη.
μ αυτές κάνουν μόνο για όργωμα, δεν είναι για κούρσα, τι θέλουν εκεί πέρα;
τα σύνθετα συζητούνται, αλλά είναι πολύ δύσκολα στο πρώτο γύρο
τα πλασέ μάλλον θα παιχτούν πολύ
κι εκεί που τ άλογα έτρεχαν άρχισαν να κουνιούνται οι ξύλινες κερκίδες, τα σκέπαστρα, οι στάβλοι, αλλά τ άλογα δεν καταλάβαιναν τίποτα, ρε δεν πα να γκρεμιστούνε ούλα εδώ παίζεται το φαΐ μας, το σπίτι μας, η υπόληψη των παιδιών μας, να ισοπεδωθούνε ούλα και να μη μείνει τίποτα στο ιππόδρομο (θιάκι).