το κορίτσι του διπλανού portal
Ξύπνησα που λέτε, παίδες μου αγαπημένοι, χτες πρωί-πρωί-πρωί, πλύθηκα, ντύθηκα, άρπαξα ένα μπισκότο από πρόπερσι (πασχαλινό με λαγουδάκι από σοκολάτα επάνω) και τσακίστηκα να προλάβω το λεωφορείο. Το κεφάλι μου ήταν βαρύ σαν το καρπούζι του Βαγγέλη που ‘ναι ζάχαρη και μέλι. Έπρεπε όμως να είμαι στην ώρα μου στη δουλειά και θα ήμουν. Είμαι κυρία εγώ (μη σχολιάζεις, θα σε βαρέσω. Ναι, εσένα το λέω, μην κοιτάς αλλού). Κάποια στιγμή αφού τουρτούρισα επί 20 λεπτά στο πεζοδρόμιο κατέφτασε και το γαμολεωφορείο. Μπήκα μέσα μαζί με τους άλλους 678 άτυχους που περίμεναν μαζί μου στη στάση. Λίγο από ‘δω λίγο από ‘κει χωρέσαμε τέλος πάντων, έκλεισαν οι πόρτες και φύγαμε. Καθώς δεν χρειαζόταν ούτε να κρατηθώ από πουθενά αφού ήμουν πατικωμένη ανάμεσα σε έναν υπέροχα χοντρό κύριο, μια κοπέλα με τέσσερα πουλόβερ και μια Φιλιππινέζα, έκλεισα χαλαρά τα μάτια μου και είπα να πάρω ένα υπνάκι μέχρι να φτάσω στη στάση μου κάπου 30 χιλιόμετρα παρακάτω. Πάνω που μ’ έπαιρνε ο ύπνος γλυκά-γλυκά (παρά το γεγονός ότι ο χοντρός κύριος μύριζε κάπως σκόρδο) μια τσιριχτή φωνή που έλεγε ΣΗΚΩΣΕ ΤΟ, Η ΜΑΜΑ ΣΟΥ ΕΙΜΑΙ τρύπησε το δεξί μου τύμπανο. Άνοιξα τρομαγμένη τα μάτια. Δεν ήταν η μάνα της οικογένειας Άνταμς. Ήταν το ringtone της κόρης της. Η κοπέλα με τα 4 πουλόβερ είχε ξετρυπώσει ένα κινητό από μία από τις 32 τσέπες της, το σφήνωσε μεταξύ του αυτιού της και του ώμου μου και βάλθηκε να μιλάει με τη μάνα της για ένα πραγματικά καυτό θέμα: πόσα πουλόβερ έπρεπε να βάλει για να είναι ασφαλής με τέτοιο ψοφόκρυο. Και ποια. Και, κυρίως, αν είχαν τρύπες.
-Ναι, μαμά. Ναι, μαμά. Ναι, μαμά. Ναι, μαμά. Ναι, μαμά. (όλα αυτά τα “ναι” σε ντεσιμπέλ τόσο εκνευρισμένα που εκνευρίστηκα αντί να στεναχωρηθώ. Εγώ όπως ξέρετε είμαι κάθετα ενάντια στη φράση «Ναι, μαμά». Εγώ δεν έχω πει «ναι, μαμά» από τότε που ήμουν 3 χρονών και με ρώτησε αν έκανα κακά πάνω στο κρεβάτι της. Α, όχι, σόρι, ξαναείπα όταν με ρώτησε στα 12 αν καπνίζω κρυφά τα πούρα του μπαμπά με τις φίλες μου.)
Της έκανα ένα νεύμα ότι με ξεκουφαίνει. Σήκωσε τους ώμους μέσα από τα 4 πουλόβερ και συνέχισε να απολογείται.
-Ναι, μαμά. Σου είπα, το κόκκινο με τις πλεξίδες. Που μου έκανε δώρο η θεία η Λέλα. Όχι, μαμά, δεν μου το ‘φαγε ο σκόρος, αφού έχεις χώσει στο ράφι δυο θάμνους λεβάντας, μετανάστευσαν όλοι οι σκόροι στο διπλανό διαμέρισμα. Ετσι το λέω, πού θες να ξέρω πού πήγαν οι σκώροι; Δεν μ’ ενδιαφέρει πού πήγαν, ρε μαμά, δε πα να πήγαν και φαντάροι, από μένα φύγαν πάντως. Ναι, είμαι εκατό τα εκατό σίγουρη. Γιατί δεν βλέπω πια τρύπες, γι’ αυτό είμαι σίγουρη. Ναι, μαμά, πριν τα φορέσω τα ψάχνω. Εξονυχιστικά, ναι. Τα ψάχνω, σου λέω, παιδάκι μου, δεν υπάρχει τρύπα. Ναι, ρε μαμά, και μπρος και πίσω τα ψάχνω. Φύγαν οι σκόροι, λέμε.
Σ’ αυτό το σημείο αγρίεψα, παίδες μου αγαπημένοι. Είχε αρχίσει να με πιάνει πονοκέφαλος. Φαντάστηκα για ένα λεπτό τη σκοροκτόνα μαμά Άνταμς με το νυχτικό και το ακουστικό του τηλεφώνου στο χέρι αδιαφορώντας που καταστρέφει τα πολύτιμα εγκεφαλικά μου κύτταρα και γύρισε το μάτι μου ανάποδα. Αρπάζω το κινητό της κοπέλας με τα 4 πουλόβερ και λέω παγερά-παγερά στη μανούλα:
-Το πιστοποιώ κι εγώ, κυρία μου, αν δεν πιστεύετε την κόρη σας. Μετά από ενδελεχή έλεγχο που έκανα επί τόπου ουδεμία τρύπα ανεκαλύφθη στο κόκκινο το πουλόβερ της θείας Λέλας. Οι σκόροι μετανάστευσαν σε πιο θερμά κλίματα. Αν δεν κλείσετε το γαμοτηλέφωνο όμως αυτή τη στιγμή θα τους ξανακαλέσω αυτούς και την οικογένειά τους να κάνουν πάρτι στα ντουλάπια σας. Αντίο.
Της έδωσα το τηλέφωνο και ξαναέκλεισα τα μάτια. Ευτυχώς δεν έβγαλε λέξη απ’ το στόμα της γιατί είχα χάσει την μπάλα. Όταν τα ξανάνοιξα σε δέκα λεπτά, να τσεκάρω σε ποια στάση είμαστε, νομίζω ότι έψαχνε το πουλόβερ της για τρύπες.
Υ.Γ.: Μη μιλάτε στο τηλέφωνο μέσα στο αυτί μας γαμώτο! Είναι αγενές, είναι κακόγουστο και κυρίως είναι ανθυγιεινό. Σε κινούμενο όχημα το γαμοτηλέφωνό σας πρέπει να εντείνει την προσπάθειά του να διατηρήσει το σήμα και να συνδεθεί με την πλησιέστερη κεραία οπότε εκπέμπει πολύ περισσότερο του συνήθους, άσε που η ακτινοβολία του ανακυκλώνεται στο εσωτερικό του οχήματος ανακλώμενη στις μεταλλικές επιφάνειες. Θα καταστρέψουμε όλα τα εγκεφαλικά μας κύτταρα, σας λέω. Θα ξεμωραθούμε πριν την ώρα μας και θα ζητάμε Μιλούπα από τους περαστικούς. Θα ψοφήσουμε από καρκίνο του εγκεφάλου όλοι και θα μείνουν μόνο οι σκόροι να ροκανίζουν εντελώς ανεξέλεγκτοι τα πουλοβεράκια μας.