Του Σπύρου Γεωργάτου
Ο τίτλος «Ο Τσίπρας θριαμβεύει στην Ευρώπη. Ο ΣΥΡΙΖΑ το ξέρει;» συμπυκνώνει ένα εύλογο ερώτημα που ήδη συζητείται πολύ κι αναμοχλεύει τα πράγματα στον κόσμο της αριστεράς. Άντε, να το δούμε και λίγο πιο «ψυχρά», πιο αποπροσωποιημένα: ας υποθέσουμε ότι δεν είναι «ο Τσίπρας» -με την εντυπωσιακή ενεργητικότητα και τα «καθαρά χέρια» που θριαμβεύει, αλλά το «εγχείρημα του ΣΥΡΙΖΑ», δηλαδή η οργανωτική καινοτομία ενός κόμματος αριστερού, ριζοσπαστικού, που –για πρώτη φορά- δεν θέτει ως προϋπόθεση για την αυτο-συγκρότησή του την ιδεολογική ομοιογένεια, αλλά την πολιτική ενότητα ή την ενότητα στην πράξη –και μέσα από αυτό παράγει πρωτότυπο και ελκυστικό πολιτικό Λόγο. Το ερώτημα παραμένει: ο ίδιος ο ΣΥΡΙΖΑ το ξέρει (το μπόι του);
Στις αυτοδιοικητικές εκλογές το κόμμα της αξιωματικής αντιπολέτευσης έκανε τρεις επιλογές, που σκωπτικά θα μπορούσε κανείς να τις ονομάσει: η «ωραία», η «ώριμη» και το «τέρας». Η πρώτη είναι –φυσικά- η υποψηφιότητα της Αγλαΐας Κυρίτση. Κινηματική φυσιογνωμία που δεν ανήκει στις κομματικές δυνάμεις του ΣΥΡΙΖΑ, αλλά συναινεί στη βάση του βασικού πολιτικού επίδικου: την ανατροπή της πολιτικής που ακολουθεί η συγκυβέρνηση ΝΔ-ΠΑΣΟΚ. Μια υποψηφιότητα που συνοδεύεται επίσης από σπάνιο –για άνθρωπο τόσο εκτεθειμένο στα ΜΜΕ- ήθος και σεμνότητα, αφού δηλώνει στη συνεύντευξή της στην Εφημερίδα των Συντακτών ότι η πρόταση που της έγινε «Ναι, ήταν έκπληξη. Και ήταν ευχάριστη, αν και ανοίγει έναν δρόμο δύσκολο και γεμάτο συγκρούσεις, ακόμη και εσωτερικές». Τα ίδια ισχύουν για την «ωραία» επιλογή του Γαβριήλ Σακελλαρίδη –αν και εκεί έχουμε να κάνουμε περισσότερο με μια «εσωτερική εξέλιξη» στελέχους του κόμματος. Και ο ΣΥΡΙΖΑ και ο Τσίπρας το γνωρίζουν.
Η δεύτερη υποψηφιότητα –η «ώριμη»- αφορά τον Οδυσσέα Βουδούρη. Μπορεί ο «μεταρρυθμιστικός Λόγος» του ανδρός να μη συγκινεί ένα μέρος της βάσης του ΣΥΡΙΖΑ (σημ. προσωπικά ανήκω σ’ αυτούς), αλλά ποιο είναι το πρόβλημα όταν οι επιμέρους απόψεις που εκφράζει έχουν ευθεία αντιστοιχία με απόψεις που εκπροσωπούνται στον «καθαρόαιμο» ΣΥΡΙΖΑ; Έπειτα, πώς φαντάζεται κανείς τη «διεύρυνση»; Συμμαχία με τον εαυτό του -όπως το ΚΚΕ- θα κάνει ο ΣΥΡΙΖΑ; Απομένει το «κορυφαίο» επιχείρημα της «μετανοίας», επειδή ο Βουδούρης υπερασπίζεται ακόμη με κάποιον τρόπο τη θέση που πήρε στο πρώτο μνημόνιο. Ίσως το κάνει λίγο πιο ηχηρά απ’ ό,τι θάπρεπε, αλλά ας το σκεφτούμε: όλα τα στελέχη που προέρχονται από το ΠΑΣΟΚ έχουν σε κάποιο βαθμό συναινέσει και υποβοηθήσει την πολιτική του. Όλα ανεξαιρέτως. Σ’ αυτούς που τώρα συντάσσονται στο μέτωπο της ριζοσπαστικής αριστεράς υπάρχουν λοιπόν δύο επιλογές: ή να «μετανοήσουν» και να εξηγήσουν την προηγούμενη στάση τους, ή να εκλογικεύσουν αυτό που έπραξαν –το υπογραμμίζω- σε άλλη περίοδο και ως μέλη άλλου κόμματος –προφανώς εξυπηρετώντας τη δική τους ψυχολογική ομοιοστασία. Και τα δύο είναι θεμιτά στο προσωπικό επίπεδο και στερούνται πολιτικής σημασίας. Για να αποδείξω δε πόσο άτοπο θα ήταν να ζητάει κανείς «δηλώσεις μετανοίας», θα έθετα προς συζήτηση το –εντελώς φανταστικό- σενάριο ενός μεγαλοστελέχους του ΚΚΕ που ξαφνικά «βλέπει το φως του» και ζητάει να δραστηριοποιηθεί ως συνεργαζόμενος με την αξιωματική αντιπολίτευση. Θα διανοούνταν κανείς να του ζητήσει να απολογηθεί για τη συμβολή του, έμμεση ή άμεση, στα απίστευτα του 902, στην παραγκώνιση αξιόλογων συντρόφων του, στην έμμεση συνηγορία και υποβοήθηση που προσφέρει άθελά του το ΚΚΕ στη συγκυβέρνηση; Όχι βέβαια. Ο Βουδούρης είναι αξιόλογος πολιτικός άνδρας, με δημοκρατική καταγωγή και κοινωνικό έργο. Δεν είναι «σαλταδόρος» και η εμμονή στην άποψή του -σε συνδυασμό βέβαια με την αλλαγή στη στάση του- μπορεί να ενοχλεί, αλλά τον τιμά. Κι ο ΣΥΡΙΖΑ θάπρεπε να το ξέρει.
Κι έρχομαι στο «τέρας» ή μάλλον στην «τερατογένεση» της υποψηφιότητας Καρυπίδη. Κάνω αυτήν την επεξήγηση γιατί, καταρχήν, ο κ. Καρυπίδης δικαιούται ως πολίτης να έχει την οποιαδήποτε άποψη και στάση. Το πρόβλημα είναι πώς φτάσαμε στην υποψηφιότητά του. Όλα τα δεδομένα συνηγορούν στο εξής: ο Καρυπίδης ως τοπικός καναλάρχης προσέφερε στον «τοπικό ΣΥΡΙΖΑ» τη προβολή και την πρόσβαση στο ευρύτερο κοινό της περιοχής. Αυτό, σε συνδυασμό με τις «ευαισθησίες» στα εθνικά θέματα και τον φιλο-ΑΝΕΛ αντι-μνημονιακό του Λόγο, τον έφεραν στην πρώτη γραμμή των πιθανών υποψηφιοτήτων –αφού βέβαια τα στελέχη της αξιωματικής αντιπολίτευσης είχαν προηγουμένως εισπράξει πολλά «όχι». Κι έτσι ένα πρόσωπο που διαπνέεται από βαθύ αντισημητισμό και ασυγχώρητη πολιτική ελαφρότητα, ένας «καναλάρχης», επιλέγεται με τη σφραγίδα του ίδιου του Τσίπρα που θριαμβεύει και του ίδιου του ΣΥΡΙΖΑ που «ψάχνεται στα αριστερά του, επικρίνοντας». Θάπρεπε και οι δυο να ξέρουν καλύτερα.
Κι ο ΣΥΡΙΖΑ κι ο Τσίπρας πρέπει να ανοίξουν καθαρά και ευδιάκριτα μέτωπα τόσο στον τοπικίστικο παραγοντισμό όσο και στη μεγαλοστελεχιακή αυταρέσκεια που υπονομεύουν ό,τι πρωτότυπο και καινοτόμο παράγει ο χώρος. Δυστυχώς, οι παροικούντες την Ιερουσαλήμ γνωρίζουν ότι η «τερατογένεση» τύπου Καρυπίδη παραλίγο να δημιουργήσει προβλήματα και αλλού, ακολουθώντας αυτή τη φορά τον αντίστροφο δρόμο. Αυτά τα φαινόμενα μια μελλοντική κυβέρνηση της αριστεράς θα τα βρει μπροστά της, όταν θα χρειαστεί να επιλέξει στελέχη του κρατικού μηχανισμού. Κι εκεί τα πράγματα θα είναι ακόμη πιο δύσκολα, γιατί εκτός από ΠΑΣΟΚους θα πρέπει να αξιοποιήσει και ΔΗΜΑΡιτες και ΚΚΕδες και κάθε καρυδιάς καρύδι. Έτσι το βλέπει η κοινωνία, και ιδιαίτερα οι νέοι, που μαζί με την οικονομική ανακούφισή τους και το δικαίωμα σε μια ανθρώπινη ζωή, προσδοκούν επίσης ένα τέλος στην πρακτική του «μπάρμπα απ’ την Κορώνη».
Να τελειώνουμε λοιπόν με τον παραγοντισμό, οποιασδήποτε διευθύνσεως κι οποιουδήποτε τύπου!