Ρέα Βιτάλη
Εις τα λαϊκά μπουζουξίδικα, στα οποία μαθήτευσα ένα τεμάχιον της ζωής μου (όταν βέβαια υπήρχαν ακόμα ορίτζιναλ σκυλάδικα) οι τραγουδιστές, θέλοντας να δώσουν παραπάνω έμφαση στα λόγια τους, υπογραμμίζοντας έννοιες, έκαναν μερικές χαρακτηριστικές κινήσεις. Για παράδειγμα, όταν οι στίχοι του τραγουδιού έλεγαν ότι κάτι θέλει να της πει (της κάποιας), εκείνοι έβαζαν τον δείκτη τους στο στόμα και φανέρωναν συνθηματικά ένα μάγκικο «σου πω εσένα» ή όταν έλεγαν κάτι για την καρδιά που πονούσε, έδειχναν απαραιτήτως την καρδιά τους, μη και μπερδέψει η αγαπημένη τους το όργανο.
Αυτή ήταν η πρώτη σκέψη που ήρθε στο μυαλό μου όταν διάβασα τον τίτλο της έκθεσης του Μουσείου Κυκλαδικής Τέχνης «Εικονογραφώντας τον Καβάφη». Εικονογραφείται ο Καβάφης;Προχθές επισκέφτηκα την έκθεση. Η είσοδος από συγκινητική έως καθηλωτική. Εκείνες οι φράσεις «Ιδανικές φωνές κι αγαπημένες», εκείνη η γραφή, η δική του γραφή, εκείνες οι λέξεις όπως σκαρφάλωναν στους τοίχους του μεγάρου σαν κισσός αναρριχόμενος και οι σελίδες που αιωρούνταν από το ταβάνι και πάνω σε μια ντάνα με χαρτιά-ποιήματα, τα γυαλιά του ποιητή (κι ας μην είναι τα αυθεντικά). Τα χαρακτηριστικά γυαλιά του. Θες να τα χαϊδέψεις, να τα φιλήσεις. Ένας φόρος με χίλιους φόρους σε έναν πιο μεγάλο από μεγάλο! Εξαιρετική η ιδέα του στησίματος του Στέλιου Κόη. Μετά περιδιαβαίνεις τις αίθουσες. Η μαγεία νερώνεται στην απλούστευσή της. Στιγμές, στιγμές σου βγαίνει και σαρκαστικό γέλιο. Ποιον πας να εικονογραφήσεις; Τι νόημα έχει ένας χάλκινος καλυκωτός κρατήρας, με βάση και δισκοειδές πώμα του 340 περίπου π.Χ., για να εικονογραφήσεις τι; Διάβασε, άκου τις λέξεις του Αλεξανδρινού από το ποίημα Τεχνουργός Κρατήρων: «κ΄έθεσα εν τω μέσω έναν ωραίον νέον, γυμνόν, ερωτικόν… Ικέτευσα ω μνήμη, να σ΄εύρω βοηθόν αρίστην, για να κάμω του νέου που αγαπούσα το πρόσωπον ως ήταν. Μεγάλη η δυσκολία απέβη επειδή….». Πώς θα εικονογραφήσεις αγαπητέ εκείνο το τραγικό Ω; Εκείνο το Ω μνήμης-μαχαίρι τι εικόνα έχει; Πού πας έρμε να το στριμώξεις; Σε ποιόν καλυκωτό κρατήρα του 340 π.Χ. πας να το παραχώσεις; Και το άλλο, το τόσο σαδιστικά σύγχρονο ποίημα, «Ο Βασιλεύς Δημήτριος» με την κατάληξη «Επήγε κ΄έβγαλε τα χρυσά φορέματά του και τα ποδήματα του πέταξε τα ολοπόρφυρα… Κάνοντας όμοια σαν ηθοποιός που όταν η παράστασις τελειώσει, αλλάζει φορεσιά κι απέρχεται». Πες μου τώρα εσύ, τι προσθέτει δίπλα στο ποίημα ένα Αργυρό τετράδραχμο Δημητρίου Πολιορκητή Μακεδονίας (290-289 π.Χ.); Διαβάζω μια κριτικό «Με τον τρόπο αυτό οσμώνεται με τα αρχαία έργα»… Ο Καβάφης μου οσμώνεται με τα κατάβαθα της ψυχής, με ιδρώτα, με οσμές, με όλα. Με ό,τι θέλω εγώ, εσύ, ο άλλος, εκείνος, ετούτος… Άσε με να τον «οσμώσω» όπως τον νιώθω. Αυτή είναι η μεγαλοφυΐα του στα χρόνια!
Νομίζεις ότι θύμωσα; Μαζί σου παίζω τη θυμωμένη. Για να σε βάλω στο τριπάκι του θυμού. Τέτοιου θυμού. Η έκθεση, ιδέα-συντονισμός του Καθηγητή Ν. Σταμπολίδη, μου έδωσε έναυσμα για έναν ωραίο θυμό. Τον είχα επιθυμήσει. Ό,τι γαργαλάει τη σκέψη με τέχνη μ΄αρέσει. Λάτρεψα αυτόν τον θυμό στα χρόνια των θυμών που ζούμε. Των άλλων. Μακάρι κι άλλους σαν της επίσκεψής μου στην έκθεση. Ο Καβάφης, έτσι κι αλλιώς, μας συνόδευσε κι όταν φύγαμε. Όλοι με τα ποιήματά του στα χέρια. Αυτά μας ξενύχτησαν το βράδυ. Κι άλλα τόσα και τόσα βράδια. Και να σου πω και κάτι ακόμα; Δυο δρόμους παρακάτω, στο ΕΜΣΤ, υπάρχει μια έκθεση με τίτλο «Διαδράσεις». Έκθεση με φωτογραφίες και βίντεο από το φωτογραφικό εργαστήρι 18ΑΝΩ του Ψυχιατρικού Νοσοκομείου Αττικής. Σ’ εκείνον τον βιντεοσκοπημένο τοίχο, σε εκείνες τις ακτινογραφίες-φωτογραφίες, σε εκείνα τα μάτια, σκαναρισμένα μάτια-κατάματα, και στις φωτογραφίες των δικών τους «περιβάλλον»… εκεί βρήκα τον Καβάφη «μου». Ίσως γιατί δεν τον επικαλέστηκαν οι καλλιτέχνες αλλά τον είχαν.