Ένα μήνα πριν από τις εκλογές του 2012 τα περισσότερα ηγετικά στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ, ακόμα και ο ίδιος ο Αλέξης Τσίπρας, δεν πίστευαν ότι το κόμμα τους θα κατάφερνε να ξεπεράσει το 10% και να λάβει διψήφιο ποσοστό. Δεν έβλεπαν τις ορδές των πολιτικών προσφύγων του δικομματισμού -του ΠΑΣΟΚ κυρίως, το οποίο διαλυόταν- που ετοιμάζονταν να…
«συνωστισθούν» στο ΣΥΡΙΖΑ.
Μέχρι τα τέλη του 2011 η ηγεσία του κόμματος δεν είχε τολμήσει ούτε να διανοηθεί πως μπορούσε να διεκδικήσει την εξουσία. Στις ομιλίες της ούτε που ψέλλιζε πως θέλει να κυβερνήσει. Η διακυβέρνηση άλλωστε, ήταν έξω από την κουλτούρα του ΣΥΡΙΖΑ ως τότε.
Εκείνη περίπου την περίοδο, κάποιοι που είχαν τη διορατικότητα να προβλέψουν αυτά που έρχονταν, τους παρότρυναν να αφουγκραστούν την κοινωνία και να αρχίσουν να ετοιμάζουν γρήγορα ένα κυβερνητικό πρόγραμμα, καθώς οι πολίτες, μη έχοντας κι άλλη λύση, πολύ γρήγορα θα στρέφονταν προς αυτούς.
Το μόνο που χρειαζόταν για να εκτοξευθούν τα ποσοστά του ΣΥΡΙΖΑ, ήταν να πουν τη μαγική φράση ότι ναι, θέλουν να κυβερνήσουν και να απαντήσουν -έστω στοιχειωδώς, στα αγωνιώδη ερωτήματα της ελληνικής κοινωνίας για το «πως θα βγούμε από την κρίση».
Οι εισηγητές της πρότασης αυτής, εξηγούσαν τότε στην ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ, ότι οι Έλληνες στην πλειοψηφία τους πηγαίνουν στην κάλπη για να αποφασίσουν ποιος θα διοικήσει τη χώρα την επόμενη μέρα. Εάν ο ΣΥΡΙΖΑ δεν αποφάσιζε να πει (όπως τελικά έκανε) ότι είναι αποφασισμένος να κυβερνήσει, πολλοί δεν θα τον ψήφιζαν, καθώς ήταν αποφασισμένοι να καταψηφίσουν το ΠΑΣΟΚ, επιλέγοντας όμως ένα άλλο κόμμα εξουσίας. Και ο ΣΥΡΙΖΑ μέχρι τότε δεν πλασαριζόταν ως κόμμα εξουσίας.
Το ΠΑΣΟΚ και η Ν.Δ είχαν απαξιωθεί στη συνείδηση του κόσμου και όλο και περισσότεροι ψηφοφόροι πίστευαν ότι δεν μπορούσαν να δώσουν τη λύση, αυτοί που δημιούργησαν το πρόβλημα. Το ΚΚΕ δεν ενδιαφερόταν να απαντήσει στο ερώτημα «ποιος θα κυβερνήσει τη χώρα;» και ήταν ο ΣΥΡΙΖΑ στον οποίο έπεφτε η ευθύνη να πει «εγώ» και να καταθέσει μία πρόταση εξουσίας που να ανταποκρίνεται στην άμεση ανάγκη να βγει η χώρα από την κρίση με σώα την κοινωνία.
Ο ΣΥΡΙΖΑ δεν χρειάστηκε να κάνει κάτι ιδιαίτερο δηλαδή, πέρα από το να μιλήσει τη γλώσσα του απλού καθημερινού ανθρώπου που του έπεφτε ο ουρανός στο κεφάλι και να ανοίξει τις πόρτες, διαβεβαιώνοντας ότι μπορεί να κυβερνήσει.
Η πρόταση που κατάφερε να διατυπώσει ο ΣΥΡΙΖΑ για το πώς θα βγούμε από την κρίση, δεν ήταν μια πολύ συγκεκριμένη πρόταση, αλλά οι πολίτες που τον ψήφισαν ήταν αποφασισμένοι να πάρουν το ρίσκο, καθώς γι’ αυτούς προτεραιότητα ήταν να απαλλαγούν από τα κόμματα που έφεραν τη χώρα σε αυτή την κατάσταση. Η αδυναμία επεξεργασίας μιας πειστικής πρότασης μέχρι σήμερα όμως, παραμένει ο βασικός λόγος που ο ΣΥΡΙΖΑ αδυνατεί να πείσει ευρύτερα και να δημιουργήσει ένα μαζικό, πλειοψηφικό και νικηφόρο ρεύμα, αντίστοιχο με εκείνο του ΠΑΣΟΚ το 1981. Πολλοί μέσα στον ΣΥΡΙΖΑ δεν δείχνουν να αντιλαμβάνονται ότι η πρότασή τους δεν είναι ιδιαίτερα πειστική και νομίζουν ότι θα πετύχουν την επιθυμητή αυτοδυναμία, κυνηγώντας με μπακαλίστικη λογική «νοικοκυραίους» που θα αυγατίσουν το άθροισμα..
Τελευταία δείχνουν να πέφτουν και στην παγίδα συστημικών δημοσιολόγων που τους προσεγγίζουν (αυτών που υπηρετούν τις εκάστοτε πολιτικές και οικονομικές ελίτ ) οι οποίοι ισχυρίζονται ότι ο λόγος που δεν «εκτοξεύονται» τα ποσοστά του ΣΥΡΙΖΑ περαιτέρω, είναι γιατί δεν έχει μετακινηθεί αρκετά δεξιά προς το κέντρο, «χωρίς το οποίο», όπως υποστηρίζουν, «δεν μπορεί να πάρει την εξουσία». Το εντυπωσιακό είναι ότι μερικοί από αυτούς συνομιλούν με την ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ και έχουν αναλάβει και το ρόλο του «προξενητή» με πρόσωπα που θα μπορούσε κανείς να αποκαλέσει και πολιτικά ρετάλια της εποχής που αφήνουμε πίσω μας. Πρόσωπα που υπηρέτησαν ένα πολιτικό σύστημα που κάθε μέρα λίγο-λίγο βουλιάζει και αναζητούν τώρα να γαντζωθούν στη σχεδία του ΣΥΡΙΖΑ.
Ένα βασικό θέμα λοιπόν που προκύπτει εδώ είναι με ποιους τελικά θα διεκδικήσουν την εξουσία και αν την αποκτήσουν, με ποιους θα κυβερνήσουν. Τα πρόσωπα της κομματικής γραφειοκρατίας του παλιού ΣΥΡΙΖΑ -παρότι μεγάλο τμήμα της, αφού συνήλθε από την έκπληξη του αποτελέσματος των εκλογών του 2012, πίστεψε ότι αυτό ήταν αποτέλεσμα της (καθυστερημένης) δικαίωσής της από την κοινωνία- σίγουρα δεν μπορούν από μόνα τους να ανταποκριθούν στην ανάγκη αυτή.
Η διαπιστωμένη λειψανδρία του ΣΥΡΙΖΑ είναι ιδιαίτερα απογοητευτική, όπως και το ότι δεν κατάφερε, δύο χρόνια τώρα, να καλύψει το έλλειμμα αυτό -αν και εξηγείται, αφού φοβήθηκε το άνοιγμα στην κοινωνία και προτίμησε την ελεγχόμενη είσοδο με κριτήρια κυρίως συμμαχιών, συχνά με φθαρμένα πρόσωπα. Το μέγεθος του προβλήματος το διαπιστώσαμε και από τη δυσκολία να βρεθούν ικανά στελέχη ως υποψήφιοι για την τοπική αυτοδιοίκηση. Το ότι το ΠΑΣΟΚ και η Ν.Δ έχουν ακόμα μεγαλύτερο πρόβλημα, δεν αποτελεί παρηγοριά, γιατί οι ψηφοφόροι του ΣΥΡΙΖΑ δεν επιθυμούν «μία από τα ίδια».
Ο ΣΥΡΙΖΑ λοιπόν, εδώ, έπρεπε να καλύψει το έλλειμμα κάνοντας τη διαφορά, με το να απευθυνθεί στην κοινωνία, αναζητώντας και προσκαλώντας τις υγιείς δυνάμεις, ανθρώπους που μέχρι τώρα απέφευγαν να βγουν μπροστά, λόγω της απαξίωσης, στην οποία έχει οδηγηθεί η πολιτική. Αυτό βέβαια, προϋποθέτει μία υποδειγματική εσωκομματική δημοκρατία, που θα προσελκύει και δε θα διώχνει μακριά τους έντιμους και σοβαρούς ανθρώπους.
Οι πολίτες έχουν απαξιώσει τους πολιτικούς που ενδιαφέρονται μόνο για τη διαχείριση της εξουσίας. Αυτούς που ονειρεύονται κάθε φορά να καταλάβουν το κράτος για να μοιραστούν τα λάφυρα. Ο λόγος που το είδος αυτό επιβιώνει ακόμα στα κυβερνητικά κόμματα, είναι κυρίως επειδή το πολιτικό σύστημα είναι έτσι δομημένο, που επιτρέπει να υπερισχύουν οι πολύ καλά οργανωμένες μειοψηφίες. Σε κάθε περίπτωση όμως, αυτό το στυλ πολιτικών δεν είναι καθόλου σίγουρο ότι θα μπορέσει να επιβιώσει και στον ΣΥΡΙΖΑ. Για αυτό θα πρέπει να απομακρυνθεί από τις στερεοτυπικές επιλογές του δικομματισμού και τους αγαπημένους των διαπλεκόμενων ΜΜΕ. Να αναζητήσει ανθρώπους με καλλιέργεια και γνώσεις, τίμιους, προοδευτικούς με ανιδιοτελή διάθεση προσφοράς στην κοινωνία. Ανθρώπους που επιθυμούν να δώσουν και όχι να λεηλατήσουν. Και σίγουρα όχι πρόσωπα με σκιές ή βεβαρημένο κυβερνητικό και φιλοκυβερνητικό παρελθόν, που σήμερα κάνουν τους «αντιστασιακούς», είτε επειδή τους έριξαν στη νομή της εξουσίας, είτε για λόγους πολιτικής επιβίωσης.
Αν οι πρώην ψηφοφόροι του ΠΑΣΟΚ είχαν σε εκτίμηση τα στελέχη του, δεν θα το εγκατέλειπαν μαζικά το 2012. Δεν υπάρχει καμία λογική εξήγηση για να ξαναφέρουν από το παράθυρο στον ΣΥΡΙΖΑ, αυτούς που οι ψηφοφόροι τους έδιωξαν από την πόρτα. Αν τους ήθελαν, θα είχαν μείνει στο ΠΑΣΟΚ. Εξαίρεση αποτελούν ελάχιστα στελέχη, όπως π.χ η Σοφία Σακοράφα και κάποιοι άλλοι, λιγότερο γνωστοί, που αρνήθηκαν από την πρώτη στιγμή να στηρίξουν την πολιτική του μνημονίου και βγήκαν στους δρόμους μαζί με τους πολίτες που διαμαρτύρονταν. Γιατί εκείνοι που έφυγαν από το ΠΑΣΟΚ μετά την πανωλεθρία των εκλογών του Μαΐου του 2012 και αφού πρώτα ψήφισαν το καταστροφικό για τη χώρα μνημόνιο, δεν είναι και τόσο αξιόπιστοι.
Είναι θεμιτό η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ να επιδιώκει να κερδίσει την κοινωνική βάση του ΠΑΣΟΚ. Αυτό όμως πρέπει να το επιδιώξει, με πολιτικούς όρους, ηγεμονεύοντας στο χώρο αυτό. Δεν θα το πετύχει τρέχοντας πίσω από τον κάθε συντηρητικό νοικοκυραίο, ούτε συμμαχώντας με τα πολιτικά «κατακάθια» που ακόμα και σε επίπεδο συμβολισμού, δεν εκπροσωπούν τίποτα από το ΠΑΣΟΚ.
Της Βασιλικής Σιούτη από thepressproject