Της Μαρίας Τριαντοπούλου
Όσο και να προσπαθώ πάντα να αποφύγω τις γενικεύσεις και τους αφορισμούς, όσο και να προσπαθώ να ζυγίζω τα πράγματα και να μην καταλήγω σε εύκολα ή απλουστευτικά συμπεράσματα όσο και να θέλω να βρίσκω ελαφρυντικά και εξηγήσεις με περίτεχνα επιχειρήματα η αλήθεια είναι δυστυχώς ότι η γενιά μου είναι για κλάματα. Η γενιά των σημερινών «μεσήλικων», των 45ηδων έως 65ηδων είμαστε για κλάματα. Η γενιά της χούντας και του Πολυτεχνείου, η γενιά που κάποτε πίστεψε σε ένα καλύτερο μέλλον για αυτή τη χώρα, η γενιά που τραγούδαγε Ρίτσο και Σεφέρη και Ελύτη ή άκουγε Θεοδωράκη, Χατζιδάκη και Rolling Stones, που διάβαζε Ντοστογιέφσκι, Έσσε, Τσίρκα, Μαρξ και Πουλαντζά, που κρέμαγε στο εφηβικό δωμάτιο φωτογραφίες του Ναζιμ Χικμέτ και του Τσε, αυτή η γενιά, η δική μου γενιά, είμαστε για κλάματα. Και καλό είναι να έχουμε το θάρρος να το δούμε, να το παραδεχτούμε, να σηκώσουμε το βάρος της ευθύνης και να κάνουμε επιτέλους το επόμενο βήμα σταθερά και συνειδητά.Δεν είναι ένα εύκολο ή βολικό συμπέρασμα αυτό. Αλλά είτε μας αρέσει είτε όχι είναι η αλήθεια. Φέραμε τη χώρα στον γκρεμό, προδώσαμε όλα μας τα ιδανικά, βολευτήκαμε, βουτήξαμε στην διαπλοκή και την λαμογιά, τα κάναμε πλακάκια με την κάθε λογής εξουσία, επαναπαυτήκαμε, σιωπήσαμε, συναινέσαμε, απολαύσαμε όλες τις παράλογες παροχές και στηρίξαμε άμεσα ή έμμεσα την διαφθορά, δεν αντιδράσαμε ουσιαστικά σε τίποτα – αντίθετα μάλιστα γίναμε αδιάσπαστο μέρος του συστήματος – και μετά όταν πέσαμε μέσα στον βούρκο σπεύσαμε να αλληλοκατασπαραχθούμε. Συλλογική ευθύνη; Εδώ που φτάσαμε, ναι. Δεν λέω ότι «τα φάγαμε όλοι μαζί» – όπως τόσο κομψά το έθεσε ο κ. Πάγκαλος για να ελαφρύνει το τραγικό βάρος που πέφτει στις πλάτες των κυβερνήσεων που με τόσο σθένος υποστήριξε – αλλά ως γενιά φταίξαμε σε πολλά και διάφορα επίπεδα και σε μικρότερο ή μεγαλύτερο βαθμό ο καθένας. Και είμαστε για κλάματα ακόμα περισσότερο γιατί και σήμερα, μετά την καταστροφή που έφτασε, ακόμα και μετά την χρεοκοπία, οικονομική, κοινωνική και πολιτισμική, που έχει υποστεί αυτή η έρημη χώρα εμείς συνεχίζουμε ακάθεκτοι τις γνωστές και αγαπημένες πρακτικές. «Μαύρα» λεφτά, «κόλπα» εκατομμυρίων, βόλεμα των ημετέρων, πουλημένα ΜΜΕ, δημοκρατικό, πολιτικό και πολιτιστικό έλλειμμα, αδιαφάνεια στις συναλλαγές, παραλυτική γραφειοκρατία, πάθος για την εξουσία, ένα σαθρό σύστημα απευθείας αναθέσεων δημοσίων έργων και τόσα άλλα δεινά κρατάνε γερά παρόλες τις αντίθετες εξαγγελίες. Τα ψέματα και οι υποσχέσεις, τα γνωστά προεκλογικά παιχνίδια και οι ίδιες γνωστές πρακτικές, αυτές που μας έχουν γίνει δεύτερη φύση, μέρος σχεδόν του DNA μας, αφθονούν ανυποχώρητες και μοιάζουμε όλοι εμείς, η γενιά που κάποτε πολλά υποσχόταν, να μην έχουμε καταλάβει τίποτα, να γραπωνόμαστε χωρίς ενοχές και ασύγγνωστα στα γνωστά και «κεκτημένα».
Κι όμως ένα μόνο θα έπρεπε να είναι το επόμενο μας βήμα, μια τελευταία πιθανά καθαρτική πράξη μας απομένει για να εξιλεωθούμε… Μια ανατρεπτική και γενναία απόφαση χρειάζεται: να κάνουμε πίσω, να παραδεχτούμε την ήττα μας και να φύγουμε. Να αφήσουμε τους νέους, τους αμόλυντους και καθαρούς, να πάρουν τα ηνία. Να τους συνδράμουμε αν μας χρειαστούν, να τους συμβουλέψουμε, να είμαστε ίσως το παράδειγμα προς αποφυγήν τους αλλά πια ας τους αφήσουμε. Έτσι κι αλλιώς δεν έχουμε τίποτα απολύτως να χάσουμε, μόνο να κερδίσουμε. Χειρότερα δεν γίνονται τα πράγματα. Η ιστορία θα μας καταγράψει ως τη χειρότερη γενιά που πέρασε από την χώρα μετά τον πόλεμο, την πιο αυτάρεσκη και εγωπαθή. Ας αφήσουμε πίσω λοιπόν έστω αυτό…ότι ανοίξαμε τον δρόμο σε μια νεότερη γενιά και της επιτρέψαμε να χτίσει πάνω στα ερείπια που της κληρονομήσαμε πριν να είναι αργά ακόμα και για αυτό.
Απλουστευτικό και ουτοπικό μπορεί, ανέφικτο και σχηματικό μάλλον, αλλά και μόνο η σκέψη και μόνο η φαντασίωση αυτή μου δίνει κάτι που αγγίζει την ελπίδα…