Συντάκτης : aris
Σχόλιο στο άρθρο ” Λυπάμαι, δεν θα συμφάγουμε μαζί απόψε, Τσικνοπέμπτη”
…“Λυπάμαι για όλα τα νοήμονα και συναισθανόμενα πλάσματα του κόσμου ετούτου που καταλήγουν βορά στις αχαλίνωτες ορέξεις του Homo sapiens”.
Τώρα αγαπητέ Θέμη ελεύθερα να έχει ο καθείς τις απόψεις του αλλά σκέψου αυτές οι απόψεις να γίνουνε νόμοι και μόλις μυρίσει λίγη τσίκνα στη γωνιά που μου άφησε η νόνα μου, να πλακώνει η Συριζοασφάλεια και να με κλείνουνε στο μπαλαούρο.
Δεν είναι και τόσο για γέλια ξέρετε, αν κάποιος μειδίασε.
Ελπίζω αυτή η κίνηση να έχει σαν αρχή για την εφαρμογή της το ύψος και το είδος του πολιτισμού του κάθε πολίτη.
Εγώ πάντως όσο μου αφήνουνε κάνα φράγκο ακόμα έ θα μυρίζω λίγη τσίκνα κάπου – κάπου.
Και γιατί δε τσικνίζεις με μανιτάρια, ή σπαράγγια ψητά ρε αδερφέ??
Μου έχουνε πεί ότι ωραίο είναι και το πεπόνι στη σούβλα αλλά αυτό άστο για το Πάσχα.
Μια απορία που έχω είναι πως αυτός ο Homo sapiens σκέφτηκε να τρώει κρέας και όχι ραδίκια του βουνού?
Το ανθρώπινο είδος δε γεννήθηκε λες σαρκοφάγο, ή παμφάγο τέλος πάντων?
Άρα φαντάζομαι το μπάρμπα τον Σαπισμένο Χόμο να κάθεται ψηλά σε ένα κλαρί για ασφάλεια και να κοιτάει το λιοντάρι να ξεσκλάει τη Χομοσαπίνα του που του είχε πρήξει τα συκώτια με τσι μελιτζανοκολοκυθοπατάτες τση.
Όταν του έπρηξε λοιπόν τα συκώτια και η καινούρια τση πατάει μια δαγκωνιά στο γουργούρι και μετά άρχισε να κάνει ότι έκαμε το λιοντάρι και από τότε έμαθε να τρώει κρέας και έγινε και αυτός λιοντάρι.
Δεν είναι και τόσο για γέλια ξέρετε, αν κάποιος μειδίασε. Η έκφραση το έφαγες το μικρό, ή ακόμα γερομπισμπίκη, από τότε έχει τις ρίζες της.
Από τότε λοιπόν άρχισε να τρώει και λιοντάρια και να μη τονε τρώνε μόνο εφκιά, το κακό όμως ήταν ότι σταμάτησε να τρώει τσι γυναίκες γιατί ήτανε ξινές και τα λιοντάρια νοστιμότερα.
Αποτέλεσμα, λιγοστέψανε τα λιοντάρια και πληθύνανε οι γυναίκες, η τέλεια οικολογική ανισορροπία!!
Έτσι χάλασε ο κόσμος σιγά – σιγά και έχουμε τα σημερινά χάλια,γιατί όσο υπήρχε η θάλασσα και το πυρ αλληλοεξουδετερωνόντουσαν, μόλις μπήκε στη μέση και η γυνή αρχίσανε να φυραίνουνε τα μυαλά.
Φυραμένο και το δικό μου πρώτο – πρώτο που κάθομαι και συμμετέχω στο αποψινό τσίκνισμα και μάλιστα ρομπολιασμένο, ύψιστο αμάρτημα κατά της ανθρωπότητας.
Ήμαρτον συνάνθρωποι!!!!
Και του χρόνου με στραγάλια, άντε και κάνα πιτσούνι (καμιά σκορδόφλετζα ψημένη για τους αμύητους).
Χουά χα χα χα χα χα χα χα χα χα.
άσχετο:
δεν θα το πιστέψεις φίλε αλλά σήμερα έμασα και έφαα άγρια σπαράγγια, ελαφρό τσιγάρισμα και σβήσιμο με μαυροδάφνη,
νόμιζα πως τρώω “foie gras”
και γαμώ τα τσικνίσματα
υ.γ.
Το “φουά γκρα” είναι λιπαρό γαστρονομικό έδεσμα από συκώτι χήνας ή πάπιας. Αποτελεί γαστρονομική παράδοση της γαλλικής κουζίνας.
Παρασκευάζεται σε ελεγχόμενες εκτροφές όπου τα ζώα διατρέφονται υπερβολικά και με τη βία προκειμένου να αποθηκεύσουν λίπος στο συκώτι τους.
Η τεχνική παρασκευής του φουά γκρα πρωτο-εμφανίστηκε το 2.500 π.χ., όταν οι Αιγύπτιοι παρατήρησαν πως οι μεταναστευτικές χήνες είχαν την ικανότητα αποθήκευσης λίπους στο ήπαρ τους, ως προετοιμασία για πτήσεις μεγάλων αποστάσεων. Η γεύση του συκωτιού των πτηνών αυτών κρίθηκε εξαιρετική και έτσι αποφάσισαν να αναπαραγάγουν τεχνητά το φαινόμενο, παχαίνοντας χήνες με σύκα και καρπούς.
Η εκτροφή φουά γκρα αντιμετωπίζει έντονη κριτική διεθνώς, καθώς θεωρείται πως παραβιάζει τις ορθές τακτικές εκτροφής των ζώων.
One Comment
aris
Τσίκνισμα!
Πατάτες τηγανιτές στα ξύλα και ένα κομμάτι λιαστό χταπόδι πεταμένο στη χόβολη!
Αυτό είναι τσίκνισμα φίλε.
Το θυμάσαι ορέ το λιαστό χταπόδι κρεμασμένο στα μπακάλικα?
Έτσουζε και λίγο στη τσέπη και ποιος είχε να τ΄αγοράσει…
Γεννήθηκα μεζεκλής φίλε και η μάνα μου με έλεγε με το όνομα ενός γνωστού στο χωριό που με ένα τηγανισμένο ψαράκι στη φούχτα του έπινε νια τριπιντάρω κρασί.
Χα χα χα χα χα.
Και τα περί Τσικνοπέμπτης στα παπέ μου!
Να είμαστε καλά φίλε και άμα βρείς πουθενά φωτό με λιαστό χταπόδι γράψε μου.
Χουά χα χα χα χα χα χα.
Υ.Γ.
Το «φουά γκρα»:
Πάω λοιπόν με ένα θηλυκό σε ένα κινέζικο εστιατόριο, ήτανε τση μοδός τότε.
Πήρα ένα δυο πραματάκια και μου σκάει το παραμύθι το αίσθημα, εγώ θέλω βασιλικιά πάπια Πεκίνου.(καπνιστή είναι).
Τον απαυτό της λέω από μέσα μου αλλά ας όψεται .
Έρκεται λοιπόνε νια απλάδενα αχνιστή και κάτι δε μου πήε καλά όπως τη περάσανε από δίπλα μου.
Παίρνει το κομμάτι της η μαμζέλ και το περιτριγύριζε αλλά δεν το έτρωε. Θα καίει λέω και έτρωα τσι φτερουγίτσες μου με γλυκόξινη σάλτσα.
Έδεκει τη βλέπω και απλώνει το τρισχαριτωμένο χεράκι της και μου αρπάει μία.
Τη κοιτάω, να τη δοκιμάσω μου λέει, (δεν υπήρχε τίποτα που να μη το δοκιμάσει).
Έδεκει που κοιτάω ένα καλό που έμπαινε ξανααπλώνει το χεράκι δεύτερη φτερούγα για δοκιμή. Κοιτάω το πιάτο δεν είχε αγγίξει τη πάπια.
Για δε τρως το δικό σου τση λέω και το χρυσοπληρώνω? Για μύρισε μου λέει και μου το βάζει στη μούρη. Με πιάνει μια παπίλα φίλε που έβγαλα τα άντερά μου. Φωνάζω τη γκαρσόνα, μπορείς να το πάρεις από το τραπέζι τση λέω? Τι έχει κύριε μου λέει. Τίποτις τση λέω αλλά άμα το αφήσεις λίγο ακόμα θα πάει στο κεφάλι τση απέναντι.
Από τότε παπένιο κρέας δεν έχω ματαμυρίσει όχι να δοκιμάσω.
Δε ξέρω άμα πήγε τυχαία κάτι στραβά αλλά εγώ ούτε να το δω δε θέλω.
Χα χα χα.