Τα αποσπάσματα προέρχονται από το πρώτο μανιφέστο του Αντρέ Μπρετόν που δημοσιεύτηκε το 1924. Εδώ ο Μπρετόν εξηγεί τον μηχανισμό της αυτόματης γραφής και τη λειτουργία των σουρρεαλιστικών εικόνων.
Γραπτή σουρεαλιστική σύνθεση, ή το πρώτο και τελευταίο διάγραμμα
Συγκεντρωθείτε σ’ αυτό που έχετε να γράψετε, αφού εγκατασταθείτε σ’ ένα μέρος όσο το δυνατόν ευνοϊκότερο γι’ αυτό τον σκοπό. Περάστε στην πιο παθητική ή την πιο δεκτική κατάσταση που σας είναι δυνατόν. Αφαιρέστε το μυαλό σας, τα ταλέντα σας, κι όλων των άλλων. Πείτε στον εαυτό ότι η λογοτεχνία είναι ένας από τους πιο θλιβερούς δρόμους που οδηγούν παντού. Γράψτε γρήγορα χωρίς προσχεδιασμένο θέμα, αρκετά γρήγορα ώστε να μη συγκρατήσετε και να μη βρεθείτε στον πειρασμό να ξαναδιαβάσετε αυτά που έχετε γράψει. Η πρώτη φράση θα έρθει τελείως μόνη, αφού αληθεύει πως κάθε δευτερόλεπτο υπάρχει στη συνειδητή σκέψη μας μια παράξενη φράση που δεν επιδιώκει παρά να εξωτερικευτεί. Είναι αρκετά δύσκολο να εκφρασθείτε στην περίπτωση της επόμενης φράσης· αναμφίβολα μετέχει συγχρόνως στη συνειδητή μας δραστηριότητα και στην άλλη, αν παραδεχθούμε ότι το να έχουμε γράψει την πρώτη φράση που δικαιολογεί ένα minimum σύλληψης. Λίγο πρέπει να σας ενδιαφέρει εξ άλλου· σ’ αυτό εδρεύει, κατά το μεγαλύτερο μέρος, το ενδιαφέρον του σουρεαλιστικού παιχνιδιού. Η στίξη πάντοτε αναχαιτίζει την απόλυτη συνέχεια της ροής που μας απασχολεί, παρ’ ότι φαίνεται εξίσου απαραίτητη με τη διανομή των κόμβων σε μια παλλόμενη χορδή. Συνεχίστε όσο σας κάνει ευχαρίστηση. Εμπιστευθείτε στον ανεξάντλητο χαρακτήρα του ψίθυρου. Αν η σιωπή απειλεί να εγκατασταθεί μόλις έχετε διαπράξει ένα σφάλμα· ένα σφάλμα, θα μπορούσαμε να πούμε, από απροσεξία, διακόψτε χωρίς δισταγμό με μια άδεια γραμμή. Μετά την λέξη που η προέλευση της σας φαίνεται ύποπτη, βάλτε ένα οποιοδήποτε γράμμα, λ πχ., πάντα το γράμμα λ και διορθώστε την αυθαιρεσία βάζοντας αυτό το γράμμα για αρχικό στη λέξη που θ’ ακολουθήσει. Ο ποιητικός σουρεαλισμός, στον οποίο αφιερώνω την μελέτη, ασχολήθηκε μέχρι τώρα στο να αποκαταστήσει στην απόλυτη αλήθεια του τον διάλογο, απαλλάσσοντας τους δυο διαλεγόμενους από τις υποχρεώσεις της ευγένειας. Καθένας απ’ τους δυο απλώς ακολουθεί τον μονόλογο του, δίχως να επιδιώκει μια ιδιαίτερη διαλεκτική ευχαρίστηση ή επιβολή στο σύντροφό του. Οι θέσεις που κρατεί, δεν έχουν, όπως συνήθως, για σκοπό την ανάπτυξη μιας πραγματείας, είναι κατά το δυνατόν αμόλυντες. Όσο δε έχει σχέση με την απάντηση που εγκαλούν, είναι, κατ’ αρχή ολοκληρωτικά αδιάφορη προς τον εγωισμό αυτού που έχει μιλήσει. Οι λέξεις, οι εικόνες δεν προσφέρονται παρά σαν αφετηρίες στο μυαλό εκείνου που ακούει. Μ’ αυτό τον τρόπο πρέπει να αντιμετωπισθούν, στα Μαγνητικά πεδία (Champs magnetique), το πρώτο καθαρά σουρεαλιστικό έργο, οι σελίδες με τον τίτλο: Φράγματα(Barriers), στις οποίες ο Soupault κι εγώ δείχνουμε αυτούς τους αμερόληπτους συνομιλητές. * André Breton, Μανιφέστα του σουρρεαλισμού, Μετάφραση: Ελένη Μοσχονά, Αθήνα, εκδ. Δωδώνη, 1972, σσ. 33-34, 39-43 spiridopoulou.files.wordpress.com , tvxs.gr