OI ΛΕΞΕΙΣ ΕΧΟΥΝ ΤΗ ΔΙΚΗ ΤΟΥΣ ΙΣΤΟΡΙΑ
του Νίκου Σαραντάκου
Ίσως η λέξη του σημερινού σημειώματος να μην ακούστηκε πάρα πολύ όλον τον προηγούμενο μήνα, παρά μόνο στο τέλος του, αλλά νομίζω ότι επιβάλλεται να της αφιερώσω το σημερινό άρθρο, αφενός επειδή το αμέλησα την προηγούμενη φορά που η λέξη ακουγόταν πολύ, τότε με τη μεγάλη απεργία, και αφετέρου επειδή, έτσι όπως πάνε τα πράγματα, σε λίγο μπορεί να μην υπάρχει πια χαλυβουργία στην Ελλάδα· οπότε, το σημερινό σημείωμα είναι αφιερωμένο στη λέξη χάλυβας, τα συνώνυμά της και τις παραφυάδες τους.
Ο χάλυβας είναι κράμα του σιδήρου με άνθρακα και άλλα στοιχεία, στην κατάλληλη αναλογία ώστε να είναι σκληρός αλλά και κατεργάσιμος. Την τεχνική της ενανθράκωσης του σιδήρου την ήξεραν οι άνθρωποι από την αρχαιότητα, και άλλωστε η ίδια η λέξη χάλυψ είναι αρχαία, τη βρίσκουμε πρώτη φορά στον Αισχύλο, ο οποίος μας μιλάει για τους Χάλυβες, έναν λαό που ζούσε στις νότιες ακτές του Εύξεινου Πόντου, που τους αποκαλεί «σιδηροτέκτονες» — η σημερινή έρευνα θεωρεί πιθανότερο να μην επρόκειτο για έναν συγκεκριμένο λαό αλλά για κάστες σιδηρουργών που ζούσαν στην περιοχή. Και οι Ρωμαίοι από μακριά τον έφερναν τον χάλυβά τους, που τον αποκαλούσαν ferrum Noricum, δηλαδή σίδηρο μιας περιοχής που αντιστοιχεί περίπου στη σημερινή Αυστρία.Τον παλιό καιρό, η σκλήρυνση του σιδήρου ήταν δύσκολη διαδικασία· την εφάρμοζαν κυρίως στην κόψη και την αιχμή των όπλων, η οποία λεγόταν «στόμα» (απ’ όπου και αμφίστομος μάχαιρα το δίκοπο μαχαίρι) και η λέξη «στόμωμα» σήμαινε τη σκλήρυνση, παρόλο που σήμερα το στόμωμα σημαίνει την άμβλυνση ενός κοπτικού οργάνου από την πολλή χρήση· σε ένα αρχαίο απόσπασμα βρίσκουμε και την έκφραση «χαλυβδικόν στόμωμα» για τον σκληρυμένο σίδηρο που έφτιαχναν οι Χάλυβες (να προσεχτεί και το ανεξήγητο δ που διατηρείται και σε νεότερα παράγωγα, όπως χαλύβδινος, χαλυβδώνω, μάλλον από την επίδραση της λ. μόλυβδος).
Η αιχμή στα λατινικά είναι acies και από το υστερολατινικό aciarium (ferrum), τον κοφτερό σίδηρο δηλαδή, έχουμε το γαλλικό acier, το ιταλικό acciaio και το βενετικό azzal, από το οποίο βέβαια πήραμε κι εμείς το μεσαιωνικό ατσάλιν, και το σημερινό ατσάλι, που το χρησιμοποιούμε και μεταφορικά για κάτι πολύ σκληρό αλλά και ανθεκτικό, καθώς και για χαρακτήρα αλύγιστο στις δυσκολίες. Πάντως, το ατσάλι επειδή μέχρι τον 19ο αιώνα ήταν πολύ ακριβό, δεν έχει σημαντική θέση στη φρασεολογία μας: το βρίσκουμε στην παροιμιακή έκφραση «θα φάει η μύγα σίδερο και το κουνούπι ατσάλι», που τη λέμε για επικείμενη σφοδρή σύγκρουση· έχει ξεχαστεί η παλιότερη παροιμία «στο ατσάλι τρίχα δεν κολλά», δηλαδή ότι για τους ομολογουμένως ακέραιους ανθρώπους δεν γίνονται πιστευτές οι συκοφαντίες.
Στα αγγλικά το ατσάλι είναι steel, λέξη που προέρχεται από γερμανική ρίζα, που δηλώνει την έννοια του σκληρού, απ’ όπου το γερμανικό Stahl και οι αντίστοιχες λέξεις των σκανδιναβικών γλωσσών, αλλά και το ρωσικό σταλ. Στάλιν ήταν και το επαναστατικό ψευδώνυμο που διάλεξε γύρω στο 1912 ο μπολσεβίκος Ιωσήφ Βισαριόνοβιτς Τζουγκασβίλι, θέλοντας να δείξει πως είναι σκληρός σαν ατσάλι, Ιωσήφ Ατσάλης δηλαδή –και η πολιτική που ακολούθησε ασφαλώς δικαίωσε το ψευδώνυμό του από πολλές απόψεις.
Στα τούρκικα το ατσάλι είναι çelik, τσελίκ, κι η λέξη έχει περάσει στα ελληνικά ως τσελίκι, αν και στις μέρες μας έχει αρχίσει να ξεχνιέται, Σε ένα ανέκδοτο ποίημα του Βάρναλη που βρέθηκε χειρόγραφο στο αρχείο του υπάρχει ο στίχος «ποιος είναι κείνος ο λαός που με καρδιά τσελίκι / πολέμαγε για λευτεριά και πέθαινε για νίκη»· άλλωστε την έκφραση «καρδιά τσελίκι» τη βρίσκουμε και σε δημοτικά τραγούδια.
Χάρη στη μέθοδο Μπέσεμερ, που εφευρέθηκε στα μέσα του 19ου αιώνα, ο χάλυβας έπαψε να είναι είδος πολυτελείας, κι έτσι χρησιμοποιήθηκε μαζικά σε κτίρια και σε δημόσια έργα, από τον πύργο του Άιφελ στο Παρίσι ίσαμε τους σημερινούς ουρανοξύστες από ατσάλι και γυαλί. Η Ευρωπαϊκή Ένωση από τον άνθρακα και στον χάλυβα γεννήθηκε, αφού μία από τις τρεις πρώτες κοινότητες της Συνθήκης της Ρώμης ήταν η ΕΚΑΧ, η Ευρωπαϊκή Κοινότητα Άνθρακα και Χάλυβα, αλλά και η πρώτη έφοδος στον ουρανό στηρίχτηκε όχι μόνο στην ατσάλινη θέληση των προλετάριων αλλά και στο πώς δενότανε το ατσάλι, για να θυμηθούμε τον τίτλο του μυθιστορήματος του Οστρόφσκι.
Η χαλυβουργία ήταν συνώνυμο της βαριάς βιομηχανίας, κι αν σήμερα κλείσουν τα ελληνικά χαλυβουργεία, εξαιτίας της κατακόρυφης πτώσης της ζήτησης στο μνημονιακό τοπίο και μη μπορώντας να αντεπεξέλθουν στο ανταγωνιστικό μειονέκτημα του υψηλού ενεργειακού κόστους, το πλήγμα θα είναι καίριο και ασφαλώς όχι μόνο συμβολικό. Οι κινητοποιήσεις των εργαζομένων ίσως μπορέσουν να αποτρέψουν τον προαναγγελθέντα θάνατο της ελληνικής βαριάς βιομηχανίας με εντολή Σαμαρά.
Ο Νίκος Σαραντάκος είναι συγγραφέας, μεταφραστής και κατοικοεδρεύει στα sarantakos.wordpress.com και στo www.sarantakos.com.
http://enthemata.wordpress.com/