Ο Μάρτης μπήκε βρεμένος μέχρι τα γόνατα. Μετά τις ζεστές ανοιξάτικες λιακάδες του Φλεβάρη ήρθε η υγρασία πηχτή και μας τύλιξε.
Το πρωί μόλις βγήκα από το σπίτι πάτησα ένα σαλιγκάρι. Σιχτήρισα τη στραβομάρα μου μόλις άκουσα το σκρατς κάτω από το παπούτσι μου. Αλλά ένα σχεδόν μήνα περάσαμε άνυδρο και ξεχάστηκα. Πιο πολύ για οχιές κοιτάζω, που λέει ο λόγος, παρά για σαλιάκους.
Εδώ που τα λέμε την είδα την οχιά. Πολύ νωρίς φέτος. Η τρίτη μέρα του Φλεβάρη ήτανε, κι αγουροξυπνημένη η κυρία σάλευε αργά επί της ζεστής ασφάλτου, παραλίγο να την πατήσω κι αυτήν αλλά τελευταία στιγμή την πήρε το μάτι μου και έμεινε το πόδι μου να αιωρείται για λίγο ακόμη ώσπου κόντυνα το βήμα μου και πάτησα λίγο πιο πριν. Ταράχτηκα, ταράχτηκε και του λόγου της και έπιασε να χτυπιέται, όπως κάνουν τα οκνά αυτά φίδια όταν νιώσουν κίνδυνο αλλά δεν μπορούν να επιτεθούν και θέλουν να τρέξουν να κρυφτούνε. Έβγαλα το τηλέφωνο και την φωτογράφισα, κοίταξα και την ημερομηνία, ήτανε 3 του Φλεβάρη, ναι, πάρα πολύ νωρίς για να ξυπνήσουν οι οχιές. Πέρσι είχα δει οχιά στις 23 του μήνα, το θυμάμαι καλά, είκοσι μέρες ακριβώς μετά από την φετινή. Ελπίζω να μη δω άλλη αν και φαντάζει αδύνατο αυτό. Θυμήθηκα πάλι τον μαστρο Γιώργη, που του είχα κάνει μια συνέντευξη τότε που έβγαζα το Πελινναίο και πάνω στις ιστορίες που μου έλεγε από τα παλιά, μου είπε και για την εμπειρία του από ένα τσίμπημα οχιάς όταν ήταν μικρός και κλέβανε σύκα ξυπόλητοι όλη η συμμορία των αγοριών του χωριού, όχι για πλάκα αλλά για να χορτάσουν την πείνα τους στην προηγούμενη Κατοχή, από τους προηγούμενους ναζί. Τον σώσανε τον μικρό Γιώργη τότε στο νοσοκομείο, του είπε ο γιατρός ότι μάλλον δεν τον πήρε καλά το φίδι επειδή έτρεχε και την πάτησε ξώφαλτσα, γι αυτό τη γλίτωσε και από τότε, άμα δω οχιά παθαίνω τρακ, μου είπε και τον θυμάμαι κι εγώ όποτε τη δω, χαμογελώ στα λόγια του και μου περνάει το τρακ μου.
Έβρεχε λοιπόν όλη μέρα από το πρωί σήμερα. Ακόμα και τώρα βρέχει, μια βροχή ήρεμη, ποτιστική και θα κατέβει οπωσδήποτε ο χείμαρρος. Αύριο στη βόλτα μας την πρωινή θα πάμε να τον καμαρώσουμε όπως θα κυλάει και θα ρχεται φιδίσιος όμορφος, ένα νερένιο φίδι από το βουνό, θα ξεψυχά στη θάλασσα που θα ‘ναι ακόμα αφρισμένη από τη σοροκάδα όπως ήταν και σήμερα.
Έβαλα τη νιτσεράδα μου την ολόσωμη πάνω από τα ρούχα, συνολάκι πρώτο, παντελόνι και μπουφάν όλα στο σκούρο μπλε, κουκούλα στο κεφάλι, μιαν εικόνα εξωγήινου να περπατά στη γη, δεν με γνωρίσανε οι πάπιες μου που κάθε πρωί με υποδέχονται έξω φωνή, έβγαλα την κουκούλα για να με καταλάβουν και να με υποδεχτούν με τα κραξίματά τους καθώς έφτανα στο κοτέτσι. Τους άνοιξα και βγήκανε, μαζί και οι κότες στο ολόγρο περιβόλι να βοσκήσουνε, τους έριξα και λίγο σιταράκι στο χώμα και ύστερα πήρα το κουβαδάκι μου και πήγα την βόλτα στα δυο χωράφια που έχω σπαρμένα με σβόλους από το Νοέμβρη, μάζεψα τα χορταρικά για το φαϊ, ρόκες, ζοχούς, αντίδια, ραδίκες άγριες, ραπάνια, κρεμμύδια, μαρούλια, παπούλες, σέλινο, μαϊντανό, φρέσκα κουκιά, μάλαθρο, άνηθο, έκοψα και δυο λεμόνια τα ‘χωσα στην τσέπη της νιτσεράδας.
Αυτό ήτανε για σήμερα, τέλος με το χωράφι, πολλή η βροχή, σιτζίμια, που λένε οι τούρκοι, σκοινιά από τον ουρανό κρέμονται και έμεινα να ακούω τον ήχο τους κάτω από το υπόστεγο της αποθήκης. Έβαλα σπόρους πολλούς σε ποτηράκια, μάρτης μπήκε, να μην ξεχνιόμαστε, τον μάη θα μπούνε τα φυντάνια μεγαλωμένα πια στη γη, το καλοκαίρι θα κόβουμε το φαϊ μας, πάντα έτσι μπροστά κοιτούσε και μεριμνούσε ο άνθρωπος, το μυαλό δούλευε, τέλος πάντων, ας μην γκρινιάζω, μελιτζάνες άσπρες, μαύρες, τσακώνικες, πιπεριές καυτερές, γλυκές, φλωρίνης, ντομάτες μεγάλες, κατσαρές, στρογγυλές, καρδιόσχημες, τα πότισα με τη μπουρού και τα σκέπασα με τζάμια, έκανα και μια μεγάλη βόλτα στη βροχή μετά μαζί με τα σκυλιά, κόντεψε να νυχτώσει πια, έπιασα τα αυγά και έκλεισα τις κότες να μην τις βρει η ατσίδα, αυτό ήταν, με το φως που έπεσε, έπεσε κι η αυλαία.
Μια τυπική μέρα ανθρώπου ασήμαντου, πλάσματος φυσικού, ήμερου όχι άγριου, που με τη μέρα βγαίνει και τη νύχτα χώνεται, που δεν πιάνει στα χέρια του λεφτά καθημερινά και είναι ακόμα λέφτερο, που κάνει κινήσεις ανεπαίσθητες επί της γης και δεν την εκβιάζει, που τρώει ό,τι σπέρνει κι ό,τι συλλέγει, ό,τι του δίνει η γη, που όμως σαν γυρνάει σπίτι του μαθαίνει τα νέα του κόσμου, ότι παντού στη γη υπάρχουν καταναλωτές, άνθρωποι, άλλου είδους όμως, που κάνουνε άλλη ζωή σε άλλους βιοτόπους, τεχνητούς τσιμέντινους, που δεν πατάνε χώμα, ούτε το βλέπουνε καθόλου στην μέρα τους μέσα, που δίνουνε καθημερινά μάχες ανταγωνισμού αναμεταξύ τους και κάνουνε πολέμους κάθε τόσο με όπλα καταστροφικά για όλα της γης τα πλάσματα, μαζί και τους ανθρώπους, και που μια μέρα ανθρώπινη φαντάζει πλέον μόνο ως λογοτεχνία τα μάτια τους, κι αυτή ξεπερασμένη, ανιαρή και γλυκερή ίσως να την χαρακτηρίζουνε διότι δεν έχουν ιδέα και δεν μπορύν να νιώσουνε πια τέτοια ερεθίσματα, ούτε καν την ψυχή τους που σκιρτά στο βάθος με τη φύση της, αφύσικοι καταναλωτές έχουν γίνει και τρέχουν μέσα σε κονσερβοκούτια αυτοκινούμενα, ζουν και δουλεύουν σε κλιματιζόμενα και άθλια κουτιά, τρώνε, μάλλον καταναλώνουν όπως λένε οι ίδιοι, κάθε λογής θάνατο, γι αυτό και θάνατο μαρτυρούν σε κάθε πράξη τους, σκοτώνουν τους ασήμαντους, τους αφανίζουν, δεν τους χρησιμεύουν σε τίποτε ούτως ή άλλως αυτοί οι παρωχημένοι, οι οπισθοδρομικοί τύποι, που θέλουν να γυρίσει η ανθρωπότητα στις σπηλιές, ενώ εκείνη τρέχει ολοταχώς προς την ανάπτυξη και την εξέλιξη, προς έναν στείρο θάνατο.
Καλό μήνα σημαντικοί και ασήμαντοι
ΥΓ
Για σκέψου, η Ελλάδα έχει υπουργό εξωτερικών και πάει και στην ουκρανία επειγόντως, να συνομιλήσει με τους ομολόγους του νεοναζί εκεί. Έχετε εμπιστοσύνη στο Χάος, αν είστε βεβαίως απόλυτα εναρμονισμένοι μαζί του. Αλλιώς ρίξτε καμιά κατάρα παραπάνω
πηγή: http://yiannismakridakis.gr/