Η περίεργη λέξη του τίτλου δεν γκουγκλίζεται -ή μάλλον: δεν γκουγκλιζόταν· σε λίγη ώρα από τώρα θα γκουγκλίζεται, αφού θα την έχει καταγράψει το αδηφάγο και παντεποπτικό μάτι του γκουγκλ. Ίσως έπρεπε να τη γράψω ψ’τιου, για να δείξω ότι είναι παραλλαγή μιας επίσης περίεργης και σπάνιας λέξης, που όμως βγάζει εκατοντάδες γκουγκλιές.
Αλλά να πάρουμε τα πράγματα με τη σειρά. Ένας φίλος του Φέισμπουκ, που έχει μίνι μάρκετ στη Λευκάδα, δημοσίευσε προχτές στον τοίχο του το εξής γουστόζικο:Γιαγιά ογδονταφεύγα μπαίνει στο μαγαζί χτυπώντας το μπαστούνι της με τη δύναμη που ο Τουλιάτος χτυπάει τα κρουστά του:
-Εδώ είμαι, μη χτυπάς!
-Α, εδώ είσαι, δε σ’ είδα!…. Δίνεις ψτιου;
-Τι να δίνω;
-Ψτιου!
-Χμ… Ναι, δίνω! Πόσα θέλεις;
-Τι;
-Ψτιου!
-Τι λες μωρέ; Αν δίνεις χωρίς λεφτά λέω!
-Αααα! Αυτό είναι το ψτιου; Καλά, δίνω και χωρίς λεφτά.
-Φέρε μου ένα γαριδάκι κι ένα πατατάκι. Αν δεν έχουνε τάπες να μη μ’ τα δώσεις!
-Τάπες; Δε θες με τρίποντα;
-Όχι. Με τάπες! Αλλιώς θα μ’ τα φέρει στο κεφάλι ο εγγονός μου!
Η γιαγιά λοιπόν ρώτησε τον φίλο μας αν δίνει “ψτιου”, όπου όμως το ψτιου δεν είναι όνομα προϊόντος αλλά επίρρημα και σημαίνει, όπως η ίδια εξήγησε, “χωρίς λεφτά”, εννοώντας “με πίστωση”. Όπως είπα πιο πάνω, αυτό το μυστηριώδες ψτιου είναι παραλλαγή μιας άλλης, κάπως λιγότερο μυστηριώδους, λέξης. Οι επτανήσιοι θα την έχουν μαντέψει, αλλά και στο ιστολόγιο την έχουμε αναφέρει μερικές φορές.
Πρόκειται για τη λέξη “μπιστιού”, για την οποία έχω γράψει και στο βιβλίο μου “Λέξεις που χάνονται” (το οποίο ανατυπώθηκε). Μπιστιού σημαίνει με πίστωση, βερεσέ. Είναι λέξη καθαρά της επτανησιακής διαλέκτου – δεν νομίζω ότι ακούγεται αλλού, αλλά αν πέφτω έξω να με διορθώσετε. Όταν έγραφα το βιβλίο δεν είχα βρει πουθενά την ετυμολογία της, και είχα υποθέσει ότι προέρχεται από το «εν πίστει», το οποίο πράγματι έχει δώσει μεσαιωνικούς λαϊκούς τύπους, π.χ.εμπίστεις (= με πίστωση, στις Ασίζες). Μετά είδα ότι και ο Χυτήρης στο Κερκυραϊκό γλωσσάρι του δίνει την ίδια ετυμολογία.
Η πιο διάσημη ανεύρεση της λέξης είναι στο αριστουργηματικό σατιρικό ποίημα Γιατί τα τάλαρα τα λένε τάλαρα του Λασκαράτου, όπου η Εύα ικετεύει τον Αδάμ να της αγοράσει τα υφάσματα και τα κοσμήματα που πουλούσε ο Εξαποδώ:
«Πάρε τα, Αδάμ μου. Πάρε τα μπιστιού!… / Τον Άγουστο πλερώνεις, μιού, μιού, μιού!»|
(Τον Άγουστο, όπως λέγαν τον Αύγουστο, οι σταφιδοπαραγωγοί πουλούσαν τη σταφίδα και τότε ξοφλούσαν όλα τους τα χρέη. Ο Λασκαράτος ποιητική αδεία το μεταφέρει στον Παράδεισο).
Ο Λασκαράτος πάντα, εξηγεί στα Μυστήρια της Κεφαλονιάς πώς με το σύστημα του «μπιστιού» πέρασε ο πλούτος από τους αγρότες στους εμπόρους («οι οποίοι εκερδοσκοπήσανε να τους δώσουνε στάρι μπιστιού, δια να λάβουν το καλοκαίρι τη σταφίδα τους»). Και ο Αδάμ δεν καλοπέρασε με το μπιστιού στο ποίημα:
Το μπιστιού έγινε κιόλες, κι εμετρήθηκε
και τούτο μεταξύ στα εφτά μυστήρια,
γιατί από την ημέρα που το εντύθηκε,
άκουε πίσωθ᾽ ο Αδάμ κλαμπανιστήρια,
σαν του σκύλου, όντις τώχουν τα παιδιά
λάτινο αγγειό δεμένο στην ορά.
[ορά, η ουρά· λάτινο, το τενεκεδένιο]
Και πάλι Λασκαράτος, από τα Μυστήρια της Κεφαλονιάς: Στην αρχή οι χωριάτες και οι φτωχοί της χώρας επροστρέξανε στους σταροπούλους οι οποίοι κερδοσκοπήσανε να τους δώσουνε στάρι μπιστιού, δια να λάβουν το καλοκαίρι τη σταφίδα τους (έτσι κιόλες ίδαμε τους σταροπούλους ιδιοχτήτας εκατοντάδων χιλιάδων σταφίδας) μα γλήγορα καθένας ανανοήθηκε πως εκείνο το στάρι το επλήρωνε δεκαπλάσιο απ’ ό,τι άξιζε.
Η λέξη χρησιμοποιείται ακόμα, κάποτε φολκλορικά· μου λέγαν κάτι φίλοι ότι σε διαφήμιση καταστήματος κινητής τηλεφωνίας που ακούστηκε πρόπερσι από κερκυραϊκούς σταθμούς, ο άντρας μάλωνε τη γυναίκα του που αγόρασε κινητό χωρίς να τον συμβουλευτεί: «θα το ’παιρνα φτηνό και μπιστιού ορή γυναίκα και θα το πλέρωνα σε τριανταέξι δόσεις από…» –ε, ας μην κάνουμε ρεκλάμα. Αλλά και πάλι στην Κέρκυρα, το καλοκαίρι που μας πέρασε, όταν ο πρόεδρος του Α.Ο. Κασσιόπης ήθελε μετρητά για να πουλήσει την ομάδα (ή το ΑΦΜ της), σε έναν τοπικό ιστότοπο μπήκε ο τίτλος “Ε όχι και μπιστιού!”
Στην υπόλοιπη βέβαια Ελλάδα λέμε “βερεσέ” που είναι δάνειο από τα τούρκικα και που έχει κι αυτό ενδιαφέρουσες γλωσσικές εκδηλώσεις, όπως στη φράση “τζάμπα και βερεσέ” που σημαίνει “μάταια, άδικα”. Κλασική είναι και η εικόνα με τον έμπορο που πουλάει τοις μετρητοίς και ευημερεί και τον άλλο που κάνει πίστωση και έχει χρεοκοπήσει.
Μέχρι πριν από μερικά χρόνια, ήταν λίγα τα μαγαζιά που έδιναν βερεσέ (ή μπιστιού). Τώρα με την κρίση και την ανέχεια, έχουν πληθύνει τα μικρά και μεγάλα μαγαζιά που πουλάνε ‘μπιστιού’, οπότε η λέξη γνωρίζει μιαν αναβίωση. Οπότε η γιαγιά της Λευκάδας θα συνεχίσει να ψωνίζει ψτιου!
sarantakos.wordpress.com , http://left.gr/