ΛΕΝΕ ΠΩΣ στους καβγάδες λέγονται αλήθειες. Τα εν θερμώ λόγια δεν είναι απλά «απολήξεις» των νεύρων, αλλά μαρτυρούν πράγματα που σκέφτεσαι και εν ψυχρώ, περιμένοντας μια ευκαιρία να τα πεις και να ξεσπάσεις. Είναι λόγια δουλεμένα στην προπόνηση και όχι τυχαίες φάσεις που κάθισαν.
Κάτι παρεμφερές ισχύει και με τα λόγια στα social media. Κυρίως τα ανώνυμα, αλλά πολλές φορές και τα ενυπόγραφα. Είτε για να ενυπωσιάσεις είτε για να προκαλέσεις -είτε βέβαια και για να εκφράσεις με ακρίβεια αυτό που πιστεύεις-, χρησιμοποιείς εκείνες τις λέξεις και εκείνα τα σχήματα που θα δημιουργήσουν τη ρήξη. Δεν είναι λίγες οι περιπτώσεις που όταν ο ίδιος διάλογος γίνεται πρόσωπο με πρόσωπο, με ένα τσιγάρο κι έναν καφέ, οι γωνίες στρογγυλεύουν, η αντιπαράθεση αποκτά ανεκτικότητα και προσπαθείς να μπεις όσο μπορείς και στην αλήθεια του άλλου. Δεν είναι πάντα εύκολο, είναι φορές που αισθάνεσαι πως η απόσταση είναι χαώδης και δεν υπάρχει άλλος δρόμος πέρα από τη μετωπική -ή το προσπέρασμα. Αν η αλήθεια μας είναι μόνο οι σαρκοβόρες δαγωματιές του φανατισμού, τότε τα πράγματα είναι πολύ άσχημα. Δεν είναι όμως. Εννοώ πως η συμβίωση στον ίδιο βιότοπο -την πόλη, τη γειτονιά, τη δουλειά- μας υπαγορεύει -ή μας υποχρεώνει- να μαζεύουμε λίγο τα νύχια μας και να αποφεύγουμε τα τυφλά χτυπήματα.
Δεν είναι μόνο ένα ξόδεμα που σε ρημάζει και σε πετάει ξέπνοο στην άκρη, είναι και η παραδοχή πως κάπως, με κάποιον τρόπο πρέπει να ζούμε μαζί διαφωνώντας. Στις ακραίες περιπτώσεις που η διαφωνία δεν είναι μια απλή διαφορά στην ανάγνωση του κόσμου, των γεγονότων και των προσώπων, αλλά θέμα ζωής ή θανάτου -το παράδειγμα του ναζισμού είναι το πλέον χαρακτηριστικό- τότε η επιλογή σου είναι μόνο μία και είναι η έσχατη. Σε όλες τις υπόλοιπες διαβαθμίσεις, στη μεγάλη γκάμα των διαφωνιών μας, από τα απίστευτα δευτερεύοντα μέχρι τα απολύτως πρωτεύοντα για τη ζωή μας, την κοινωνική μας οργάνωση, τις κεντρικές πολιτικές επιλογές και το αίσθημα περί δικαίου, η κατά μόνας και κατά ριπάς αρθρογραφία και σχολιασμός εμπεριέχουν την υπερβολή. Κάποιες φορές σε παίρνει μπάλα η ίδια η γλώσσα, σου ξεφεύγει από τα χέρια ο ακριβής χειρισμός της και φτιάχνεις μία κατηφόρα που δεν μπορείς ούτε ο ίδιος να τη σταματήσεις. Είναι γλυκός ο λίβελος, είναι διαθλαστικός ο φακός της σιγουριάς, είναι ύπουλο δηλητήριο ο θυμός.
Τα social media δεν δημιούργησαν κάποιον κακό ή φτηνό εαυτό μας. Αυτός υπήρχε και θα υπάρχει πάντα. Απλώς του έδωσαν το μέσο να εκφραστεί. Πολλοί είναι εκείνοι που έπεσαν από τα σύννεφα στα πρώτα χρόνια και αναρωτήθηκαν πού ήταν κρυμμένη τόση χολή. Μάλλον δεν είχαν ανοιχτά τα μάτια τους και τα αυτιά τους. Δεν ήταν καθόλου κρυμμένος. Υπήρχε στις κουβέντες στις παρέες μας, στα τηλεφωνήματά μας, παντού. Δεν θυμώσαμε ξαφνικά, δεν διαφωνήσαμε ξαφνικά. Ετσι πορευόμασταν πάντα, απλά τώρα μπορούμε πια να «κρυφακούσουμε» τι έλεγαν κάποιες άλλες παρέες εναντίον μας.
ΑΣ ΠΟΥΜΕ πως τώρα πια δημοσιεύονται τα πρακτικά. Και τα δικά τους και τα δικά μας. Ακόμη όμως είναι πολύ πιο μαλακά τα δόντια μας όταν βρισκόμαστε και τα λέμε, μακριά από τα πληκτρολόγια.