Τρέμουν στο Μαξίμου νέες αποκαλύψεις της υπόθεσης «Μπαλτάκος-γκεϊτ». Χτύπησε την αυλή του πρωθυπουργού Α. Σαμαρά, όσο κι αν ο ίδιος επιχειρεί να κρυφτεί προβάλλοντας ότι αυτός ήταν ο βασικός πολέμιος της Χρυσής Αυγής. Ξεχνά, όμως, πότε ξεκίνησε τον «ιερό πόλεμο»: μετά τη δολοφονία του Παύλου Φύσσα.
Η κυβέρνηση έχει κάθε λόγο να αισθάνεται εγκλωβισμένη. Προσπαθεί απεγνωσμένα να ταυτίσει όσους ζητούν παραιτήσεις υπουργών με τη… Χρυσή Αυγή. Ο ισχυρισμός του πρωθυπουργού είναι ότι προσβλέπουν σε μικροκομματικά οφέλη. Ομως μήπως αυτό δεν γίνεται σε κάθε προεκλογικό παιχνίδι τακτικής για τη νίκη στις κάλπες;Δεν μπορεί να επιβάλει σε αυτή τη φάση την ατζέντα, που αποτελεί προνόμιο της εκάστοτε κυβέρνησης, η οποία δεν βάλλεται μόνο από την αξιωματική αντιπολίτευση. Δέχεται και κριτική εκ των έσω από Νεοδημοκράτες, που επιθυμούν να απομονωθούν οι ακροδεξιοί θύλακοι.
Για τη Ν.Δ. μια τέτοια κίνηση θα μπορούσε να πετύχει μόνο εάν κινηθεί στο πεδίο των εντυπώσεων. Γιατί και όταν προ δεκαετίας ο Κ. Καραμανλής βρισκόταν προ της εξουσίας, απλώς προσπάθησε να την κρύψει πίσω από ασάφειες περί «μεσαίου χώρου». Διαχρονικά, όμως, η ακροδεξιά έβρισκε -άλλοτε αρκετά, άλλοτε λιγότερο- στέγη στη Ν.Δ.
Η πρακτική της κυβέρνησης Σαμαρά, που προσπάθησε και εν πολλοίς επέβαλε στην τρικομματική μια άκρως δεξιά ατζέντα, δεν στόχευε σε κάτι άλλο από το ακροδεξιό εκλογικό ακροατήριο. Φρόντισε να το δείχνει, αλλά δεν «άκουγε» τον κ. Μπαλτάκο όταν απειλούσε με εκλογές και συγκυβέρνηση με τη Χρυσή Αυγή.
Η υπόθεση Μπαλτάκου, παράλληλα, χρησιμοποιείται από πολλές πλευρές για να ξεπλυθούν παλιές αμαρτίες. Ο πρώην πρωθυπουργός Γ. Παπανδρέου τώρα επικαλείται ζητήματα δημοκρατικής ευαισθησίας, ενώ ο Ευ. Βενιζέλος τον καρφώνει μιλώντας για την περίοδο που το ΠΑΣΟΚ συγκυβέρνησε με το ΛΑΟΣ στο όνομα της σωτηρίας της χώρας.
Η παρέμβαση του Γ. Παπανδρέου, ωστόσο, δεν αποκλείεται να αποτελεί αφορμή πάνω στην οποία θα επιχειρήσει να οικοδομήσει μια δική του επανεκκίνηση. Στο βαθμό που η χώρα δείχνει να ξεφεύγει σταδιακά από την κινούμενη άμμο της οικονομίας, ανοίγεται ένα πεδίο διαλόγου για την ποιότητα της Δημοκρατίας και της ουσιαστικής λειτουργίας των θεσμών.