Με την ΕΛΕΝΗ ΣΚΑΒΔΗ
Κάθε τόπος και η ανάσα του. Κάθε νοσταλγός και οι μύθοι του… Κάθε μόνος και η ενοχή του. Κάθε γυναίκα και μια πατρίδα… Πού συναντώνται οι πόλεις με τους ανθρώπους; Πού βολεύονται; Τι θέλουν οι πόλεις από τους ανθρώπους; Και οι άνθρωποι τι βλέπουν στις πατρίδες-πόλεις τους;
Τα ερωτήματα συσσωρεύονται καταιγιστικά από την πρώτη μέρα της φετινής άνοιξης. Βγαίνω στους δρόμους με μιαν απελπισία να διαβάσω απαντήσεις στα αμείλικτα… Επιτίθεμαι με χαιρετίσματα σ’ όποιον συναντώ, ρίχνοντας «άδεια»… με την ελπίδα να πιάσω «γεμάτα», μέχρι που κουράζομαι. Ενας στρατός γύρω, στοιχισμένος κατά περίσταση σε οικεία πάθη. Τίποτε δεν συνέχει τον ανοιξιάτικο κουρνιαχτό που παραδίδεται στον ήλιο της άνοιξης, κι εγώ εκεί μέσα ένα μικρό υποσύνολο μοιράζομαι την ευθύνη. Μέχρις εκεί! Το μεσημέρι όλοι αποσύρονται για να μονάσουν. Κι εγώ μαζί. Επιστρέφω, γυρνώ κλειδί στην πόρτα και αράζω…Υστερα αρχίζω να ψάχνομαι και να ψάχνω. Αναζητώ μια γωνιά που να μπορεί παρασταθεί στη σκέψη. Στο απόθεμά της, στο συμπέρασμα, που δεν μπορεί πια να γίνει γραφή, ν’ απελευθερωθεί, να παραταχθεί… Εις μάτην!
Οι παλιές παρέες δεν υπάρχουν ούτε σαν σκιές γύρω κι ας παραμένω πιστή στα σχήματα που κατέλιπεν η πορεία μας. Σε… μουσεία τα αποθέσαμε όλα. Από εκεί ανασύρω την «πολιτική», το όραμα της σειράς και της «αριστεράς» μου. Αυτής της αριστεράς που νομίζω πως σέρνεται σήμερα στην αγορά, σαν… «Πριγκίπισσα Κοσμονόπολις», όπως η Αλεξάνδρα Ντελ Λάγκο στο «Γλυκό Πουλί της Νιότης», που κρύβει και κρύβεται… Κρύβομαι μαζί της απολαμβάνοντας σαν παιχνίδι την αμηχανία.
Στο μεταξύ στην αυλή «έστησε ο έρωτας χορό… με τον Απρίλη», την ώρα που εγώ παραπαίω με αντιφάσεις. Απρίλης… με ψέματα και διαψεύσεις και με τη Λαμπρή να πλησιάζει… Με λάμπουσα τη διάθεση της εποχής να καλεί στο πένθος της Σταύρωσης… Αντε μετά να ξεμπλέξεις, ανάμεσα στη χαρά και το πένθος, το φως και το σκότος.
Τι να καταφέρεις λοιπόν με τέτοια αντίθεση; Φορτωμένη επί πλέον με «νέα» άοσμα, ανούσια, ευτελή, εμετικά… Τι θα μπορούσε να γράψει κανείς για την τηλεοπτική «κλειδαρότρυπα» που μας καλεί να στρατευτούμε στο ήθος της με κραυγές; Μια κλειδαρότρυπα που στο βάθος της προβάλλει «κομμένη κεφαλή» να εκμυστηρεύεται τις ορέξεις της! Τι με νοιάζουν οι ορέξεις κομμένων κεφαλών; Τι με κόφτει για τα γονίδια τινών που επαναφέρουν τις ζωές μας στην πιο άθλια μεταφυσική των ιδεολογημάτων τους, και στη γενετική των χιτλερικών στρατοπέδων συγκέντρωσης; Αφού μπορώ να βλέπω ακόμα ευκρινώς και εκτός κλειδαρότρυπας… Ακυβέρνητες Πολιτείες, εν τέλει, ο τόπος και η επαρχία μας. Κολυμπάμε στα ψέματα του Απρίλη, κι εμείς και άλλοι. Ανάμεσά μας μυτόγκες ψευταράδες, που ψηλώνει… ο νους τους υπερφίαλα, σαν τη μύτη του Πινόκιο …
Μέσα σ’ αυτό το αδυσώπητο τοπίο των αντιφάσεων αγωνίζομαι σαν καλή νοικοκυρά να μετατρέψω τον πραγματικό μου κόσμο σε… ονειρικό, να επαναπροσδιορίσω το «φανταστικό» αποδίδοντάς του το άρωμα της ομορφιάς που… δικαιούμαι. Οργανώνω συνάξεις ενδεδυμένες με λούσα και χλιδή, όλα λευκά, λινά πανωφόρια, στρωσίδια, κλινοσκεπάσματα. Μ’ αυτά παλεύω να τυλίξω γύρω μου το ενιαίο και αδιαίρετο της άνοιξης, για να συρθούμε όλες οι παλιές παρέες, φανταστικά, σε χορούς και εγέρσεις. Ζω με την αυταπάτη μελωδικών ρυθμών για δικούς μου λόγους, καθαρά ψυχοδυναμικούς. Και καθώς σχεδιάζω, αναρωτιέμαι σαν άλλος Ιερεμίας: «Εως πότε πενθήσει η γη και πας ο χόρτος του αγρού ξηρανθήσεται από κακίας των κατοικούντων εν αυτή;».
Κι εκεί ανάμεσα, βίοι και βήματα παράλληλα, οι διαδρομές για τα δημοτικά, τα περιφερειακά, τα… εκλογικά. Στα πέριξ των «πέριξ» με σταθερή, αλλά και «διερευνητική» διάθεση, συνομιλούμε για «κίνημα πόλης» κι όλο ψαχνόμαστε ανάποδα. Πού συναντώνται, λοιπόν, οι πόλεις με τους ανθρώπους και πού βολεύονται; Μετρημένοι «εμείς», μετρημένοι και οι απέναντι, οι… «άλλοι»! Πώς ορίζεται όμως η ετερότητα; Στην καταιγιστική επέλαση της άνοιξης, που όλους χωρά και θάλπει, η ευκαιρία κραυγάζει, αλλά φευ, λίγοι το μυρίζονται… Δεν πειράζει! Διότι πείτε μου, «Ως πότε, πας χόρτος του αγρού ξηρανθήσεται;». Ως πότε, ε;