Του σχωρεμένου μπάρμπα Τάκη του Μπακατσέλου το χασάπικο ήταν στο διάβα μου, κατεβαίνοντας στην πλατεία, σαν ήμουν μικρή. Πέρναγα λοιπόν απ’ έξω και μοιραία τα μάτια μου έπεφταν στον εσωτερικό του τοίχο. Φόβος τρόμος! Καμμιά δεκαριά-δεκαπενταριά μπαλτάδες, κρεμασμένοι από την τρυπούλα στη λάμα τους, σε όλο τους το μεγαλείο. Το μέγεθεθός τους ξεκίναγε από ένα μέτρο, πιστέψτε με και ήταν όλοι φρεσκοακονισμένοι, γιάλιζαν. Συλλογή τα έκανε ο άνθρωπος, τα χρησιμοποιούσε όλα αυτά τα φονικά αντικείμενα; Δεν ξέρω. Εκείνο που ξέρω ήταν, ότι μου κοβόταν η χολή μόλις τους αντίκρυζα. Επιτάχυνα τα βήματά μου, κατά το κοινώς έβαζα τα πόδια μου στην πλάτη και όπου φύει-φύει.
‘Ήταν και κείνα τα πελώρια ξανθά μουστάκια του μπάρμπα Τάκη, που επιδείνωναν την όλη κατάσταση!
Στο παληό Θιάκι, κάθε σπίτι είχε το “μπαλτάκι” του, μια και τα περισσότερα είχαν τις κόττες, τις κατσίκες τους και άλλα τέτοια ζωντανά.
Θα μου πείτε,πως τα θυμήθηκες όλ’αυτά; Μα,απ’την πολιτική μας λαμπρή επικαιρότητα.
Ο Γεν.Γραμματέας του κυβερνώντος κόμματος, άλλά και ο μέγας και τρανός, ο δυνατός Κασσιδιάρης, ελάμπρυναν τη Δημοκρατία και τίμησαν δεόντως τις σελίδες της πολιτικής μας ιστορίας. Έφτασε ένα Μπαλτάκος” να ηχήσει στ’αυτιά μου και οι μνήμες μου ξαναζωντάνεψαν.
Θα μου πείτε πάντα υπήρχαν “Μπαλτάκοι” και “μπαλτάκια”, μόνο που τα τελευταία έχουν αποδειχτεί πιο ακίνδυνα. Κόβουν μόνο τους αθώους λαιμούς των ζώων, δεν λασπώνουν συνειδήσεις, δεν προδίδουν, δεν κάνουν τον έλληνα να μη θέλει να τον λένε έλληνα !!
Μια Θιακιά
One Comment
aris
Να γράψω και κάτι να ελαφρύνουμε λίγο τα πράγματα γιατί η ζωή θέλει και λίγο χιούμορ.
Τα δικά μου βίωματα με τον μπαλντά:
Α) Γνωρίζω μια μικρή που ο πατέρας της είχε ένα καλό χασάπικο στα Εξάρχεια, λίγο πιο χαμηλά από το τότε σπίτι του Πέτρου του Ευθυμίου.
Είχε και ένα αδελφό της ίδιας μου ηλικίας που ήταν στρατιώτης και πηγαίναμε στο ταχυδρομείο κάπου – κάπου και του στέρναμε κάνα πεντακοσάρικο, εγώ είχα αναβολή.
Δύσκολο να παίρνεις τηλέφωνο τότε και για να τη συναντήσω την έστηνα κοντά στο χασάπικο, όπου επειδή το σπίτι ήταν κοντά κατέβαινε ενίοτε.
Μια μέρα βλέπω μέσα ένα θηριώδη τύπο με μια μουστάκα και ένα μπαλτά στο χέρι να κόβει κρέατα στο ξύλο, με κάτι μπαλταδιές που σειόταν το σύμπαν.
Βγαίνει έξω η κοπελιά και την αρωτάω:
Πήρατε καινούριο υπάλληλο στο μαγαζί?
Όχι μου λέει ήρθε ο αδερφός μου με άδεια και κατέβηκε να βοηθήσει.
Μου κοπήκανε τα ύπατα ρε παιδιά, τη βάψαμε λέω, από μπαλτά θα πάμε! Χα χα χα χα.
Τον Ευθυμίου τον ανέφερα γιατί το έφερε ο διάολος να του δώσουμε σα νεολαίοι τη πρώτη συνέντευξη που έγραψε ξεκινώντας σα δημοσιογράφος.
Β) Άλλη περίπτωση όχι με μπαλτά αλλά σχετική με την υπόθεση:
Υπηρετούσα τη θητεία μου και περιμένω μια κοπελιά σε μια κάθετο της Αγίου Μελετίου. Κοντό μαλλί, μπλουτζίν και ένα μαύρο μπουφάν δερμάτινο λαθραίο από τη Πόλη.
Με πλησιάζουν δυο τύποι νεαροί.
-Λεβέντη τι κάνεις εδώ?
-Τίποτα.
-Ασφάλεια, ταυτότητα!
– Να δω ταυτότητα λέω.
Μου τη δείχνει ο πιο μικρός δειλά – δειλά και σκύβοντας να δω την απομάκρυνε. Κελευστής του λέω βγάζοντας τη δικιά μου. Τη κοιτάει μου την επιστρέφει και μου λέει με συγχωρείτε.
Κορδώθηκε ο aris, αλλά αυτοί εκεί δε φεύγανε μόνο πιο πέρα πήανε.
Μετά δυο μέρες μια από τα ίδια με άλλους δύο.
Ρε κάτι δε πάει καλά με το σπίτι τση γκόμενας λέω, λες να με μπουζουριάσουνε?
Ρωτάω έναν που είχε μια «ΈΒΓΑ» στη γωνία, το και το του λέω.
Τίποτα μου λέει μην ανησυχείς, είναι το σπίτι ενός 4αυγουστιανού εδώ δίπλα του Καλέτζη και τον ψάχνουνε , και συνήλθα!
Μνήμες λοιπόν του χαβαλέ και παρόν τση γκαστριάς πατριώτες.
Χουά χα χα χα χα χα χα χα χα.