«Εστησ’ ο Ερωτας χορό με τον ξανθό Απρίλη» και «Ο Απρίλης με τον Ερωτα χορεύουν και γελούνε». Και πάνε μέρες που λίγο πριν απ’ την αυγή στις 4.22 με ξυπνούν τα πουλιά από τότε που άνοιξε ο καιρός και μπήκε η άνοιξη. Υπάρχει απέναντι από την πολυκατοικία μας ένα νεοκλασικό, όπου στεγάζονταν μέχρι πριν από μερικά χρόνια η αυστριακή πρεσβεία (άραγε ποια αριστοκρατική οικογένεια των Αθηνών το κατοικούσε;) και έχει, για καλή μου τύχη, μεγάλο κήπο με φοινικόδεντρα κι ένα ψηλό κυπαρίσσι, με κυπαρισσάκια γύρω γύρω, που η κορυφή του φτάνει και ξεπερνάει τον δικό μου πέμπτο όροφο.
Εκεί μέσα κρύβονται τις νύχτες τα πουλιά και ξυπνάνε τα χαράματα με τσίου τσίου και κελαηδισμούς. Τίποτα πιο ερωτικό και πιο αυθεντικό δεν συμβαίνει στη ζωή μου το τελευταίο δεκαήμερο: ανοίγω τα μάτια, ανακάθομαι στο κρεβάτι μου και τ’ ακούω με κατάνυξη: είναι ακόμη σκοτάδι αλλά περιμένοντας και προσπαθώντας να καταλάβω τι λένε, έρχεται σιγά σιγά το φως της χαραυγής μ’ ένα χρώμα παγχρώμιο, που έχει μέσα όλα τα χρώματα των άστρων και των ορυκτών και των μετάλλων και όλων των πολύτιμων πετρωμάτων… πολύ κίτρινο και μοβ που φτιάχνουν όλα μαζί το σμαραγδί! Ποτέ άλλοτε δεν με ξυπνούσαν τα πουλιά και ποτέ δεν ένιωσα τη δυνατή επιθυμία να αποκωδικοποιήσω τη γλώσσα τους, να ανακαλύψω το αιώνιο πρωτόγονο αίσθημα, την ομορφιά των εξωτικών μελωδιών, την αίσθηση της ελευθερίας, τη δύναμη του πρωταρχικού ρυθμού, που κρύβονται μέσα στα τραγούδια τους.Μία φορά μόνο πέρσι, καλοκαίρι ήταν θυμάμαι, έκανα μια προσπάθεια μ’ ένα κοτσύφι που με ξάφνιασε όταν ήρθε και κάθισε στο γείσο της ταράτσας στην απέναντι πολυκατοικία. Εγώ διάβαζα όπως συνηθίζω καθισμένη στη σεζλόνγκ και φανερώθηκε! Το πήρα για σημάδι ή χρησμό που φέρνει άγγελος εξ ουρανού, σαν μήνυμα που πρέπει να αποκρυπτογραφήσω (σας το έγραψα εδώ σ’ αυτή τη στήλη). Επιασα κουβέντα μαζί του σαν να μιλάω σε έξυπνο παιδί «ποιος είσαι, τι θέλεις να μου πεις;», δεν ξέρω να σφυρίζω… Επειτα από μια βδομάδα καθημερινής συναναστροφής διαπίστωσα πως το κοτσύφι είχε τους ευγενέστερους των τρόπων. Σταματούσε με χάρη, με άκουγε με προσοχή, έμοιαζε να σκέφτεται και μετά μου απαντούσε κελαριστά! Και κυρίως με κοιτούσε! Εβγαλα το συμπέρασμα πως ήθελε να μου μιλήσει για τη φωλιά με τα νεογέννητά του κοτσυφάκια και για το δικαίωμά του στο «δικό» του χώρο απέναντι από τον δικό μου! Να υπερασπιστεί με πάθος τη θέση του με σεβασμό στον «παράξενο μεγάλο εχθρό» εμένα! Ηρθε ξανά και έχει όλα τα χαρίσματα κι ακόμα περισσότερα εκείνου του «ερωτευμένου» πλάσματος και τη γνήσια αθωότητα (όχι ακριβώς παιδιού), αλλά ενός νεαρού φυτού που ανοίγεται θαλερά και χαρούμενα προς το φως: απλά, φυσικά, αυτονόητα ηδονικά, κάτι που τα πουλιά το ξέρουν, φαίνεται, από πάντοτε πιο καλά από τους ανθρώπους!
Ετσι έφτασα την Πρωταπριλιά να ονειρευτώ πως ξύπνησα να ακούσω τα πουλιά: στο γείσο της ταράτσας απέναντι στη θέση που έρχεται το κοτσύφι, «είδα» να χορεύει φλαμένκο η νέα Σελήνη: όμορφη σαν την τσιγγάνα Εσμεράλδα του μύθου… και στη στέγη με τα κεραμίδια του νεοκλασικού, δίπλα στην καμινάδα, υψώθηκε ένα μεσαιωνικό καμπαναριό. Κάτω στο χώμα στη ρίζα του ψηλού κυπαρισσιού, πάνω στην πέτρα ενός τάφου, καθόταν ο άσχημος κωδωνοκρούστης μ’ ένα μικρό κοτσύφι από πηλό στα χέρια! Και μετά ήρθε ο μπαμπάς μου και μου είπε «μη φοβάσαι». Εκείνος αγαπούσε πολύ τα πουλιά, αλλά είχα εντελώς ξεχάσει αυτή τη μικρή λεπτομέρεια. Ημουν παιδί όταν έφερε στο σπίτι νεοσσούς ορφανά πουλάκια… γαλιάνδρες ήτανε και τα τάιζε στο στόμα μασημένο ψωμί και σπόρους. Ανοιγε το ράμφος τους και έσπρωχνε το φαγητό με το δάκτυλο… κάποιος σκότωσε με την σφεντόνα τη μάνα τους στην περιοχή του Αξιού ποταμού… ακόμα έχω στη χούφτα μου εγχάρακτα τα ίχνη τους και δεν ξεχνώ ποτέ τα αβαρή παγωμένα σωματάκια με τις τυμπανιασμένες κοιλίτσες όταν ξεψυχούσαν ένα ένα αφήνοντας το αποτύπωμά τους: ένα αγνό τίποτα! Και άνοιξε τα μάτια το κοτσύφι και είπε:
Ξύπνα αφέντη μου,/
ξύπνα γλυκιά μου αγάπη,/
ξύπνα αγκά-, ξύπνα αγκάλιασε./
Ξύπνα αγκάλιασε
κορμί κυπαρισσένιο,/
κάτασπρο, κάτασπρο λαιμό.
Κάτασπρο λαιμό
σαν του Μαγιού το δρόσο,/
σαν το κρύο, σαν το κρύο το νερό.