Η πρώτη του Μάη είναι αργία και είναι παγκοσμίως γνωστή ως «εργατική πρωτομαγιά» ενώ είναι συνυφασμένη με διαδηλώσεις και κινητοποιήσεις. Λίγοι ωστόσο γνωρίζουν πραγματικά την ιστορική σημασία της συγκεκριμένης ημέρας.
Η Πρωτομαγιά είναι ημέρα μνήμης για μία εξέγερση που γράφτηκε με μελανά γράμματα στις σελίδες της παγκόσμιας ιστορίας και έμεινε γνωστή ως «η σφαγή του Χάιμάρκετ».
Την Πρωτομαγιά του 1886, τα εργατικά συνδικάτα στο Σικάγο ξεσηκώθηκαν διεκδικώντας το 8ωρο και καλύτερες συνθήκες εργασίας με σύνθημα «Οχτώ ώρες δουλειά, οχτώ ώρες ανάπαυση, οχτώ ώρες ύπνο».Τουλάχιστον 400.000 άνθρωποι συμμετείχαν στις απεργίες που γίνονταν σε όλη την χώρα και πάνω από 80.000 στο Σικάγο.Οι διαδηλώσεις κράτησαν μερικές μέρες, ωστόσο στις 4 Μαΐου,κατά τη διάρκεια μίας πορείας για τα προαναφερθέντα αιτήματα, στην πλατεία Χάιμαρκετ στο Σικάγο, κάποιος πέταξε έναν αναμμένο δυναμίτη στην αστυνομία που βρισκόταν γύρω από την πορεία. Το αποτέλεσμα ήταν να σκοτωθούν 7 αστυνομικοί και 4 διαδηλωτές, ενώ υπήρξαν και περισσότεροι από 70 τραυματίες από την έκρηξη αλλά και τις μετέπειτα συγκρούσεις με την αστυνομία.
Στην Ελλάδα η πρώτη διαδήλωση της Πρωτομαγιάς έγινε το 1892 και το 1893 όταν περίπου 2.000 εργαζόμενοι κατέβηκαν στους δρόμους ζητώντας οχτάωρο, Κυριακή αργία και κρατική ασφάλιση στα θύματα εργατικών ατυχημάτων. Η μέρα έχει θεσπιστεί ως αργία και όλες οι υπηρεσίες και οι επιχειρήσεις παραμένουν κλειστές.
Παράλληλα, τον Μάιο του 1936 οι καπνεργάτες της Θεσσαλονίκης, μετά την απόρριψη των αιτημάτων τους, κατέλαβαν ένα εργοστάσιο και η διαμαρτυρία συνεχίστηκε με συμπαράσταση καπνεργατών από άλλα εργοστάσια. Εναντίον τους κινήθηκε τόσο η αστυνομία όσο και ο στρατός, ενώ κατά τη διάρκεια των συγκρούσεων έχασαν τη ζωή τους 8 εργάτες από τους πυροβολισμούς χωροφυλάκων.
Στον αντίποδα ωστόσο έχουμε τη γιορτή των λουλουδιών και της Άνοιξης, την αρχαία Πρωτομαγιά, η οποία πήρε σιγά-σιγά κι επίσημη μορφή. Τα λεγόμενα Ανθεστήρια, η γιορτή των λουλουδιών, ήταν η πρώτη επίσημη γιορτή ανθέων των Ελλήνων, η οποία ιδρύθηκε πρώτα στην Αθήνα και στη συνέχεια και σε άλλες πόλεις της Ελλάδας, όπου κατά την τελετή κατευθύνονταν προς τα ιερά πομπές με κανηφόρες, που κουβαλούσαν λουλούδια.
One Comment
aris
Τάσος Τούσης
Γιάννης Ρίτσος – «ΕΠΙΤΑΦΙΟΣ» (Απόσπασμα)
Γιε μου σπλάχνο των σπλάχνων μου, καρδούλα της καρδιάς μου,
πουλάκι της φτωχειάς αυλής, ανθέ της ερημιάς μου,
πώς κλείσαν τα ματάκια σου και δε θωρείς που κλαίω
και δε σαλεύεις, δε γροικάς τα πού πικρά σου λέω;
Γιόκα μου, εσύ που γιάτρευες κάθε παράπονό μου,
Που μάντευες τι πέρναγε κάτου απ” το τσίνορό μου,
Τώρα δε με παρηγοράς και δε μου βγάζεις άχνα
και δε μαντεύεις τις πληγές πού τρώνε μου τα σπλάχνα;
Πουλί μου, εσύ που μου “φερνες νεράκι στην παλάμη
πώς δε θωρείς που δέρνουμαι και τρέμω σαν καλάμι;
Στη στράτα εδώ καταμεσίς τ” άσπρα μαλλιά μου λύνω
και σου σκεπάζω της μορφής το μαραμένο κρίνο.
Φιλώ το παγωμένο σου χειλάκι που σωπαίνει
κ” είναι σα να μου θύμωσε και σφαλιγμένο μένει.
Δε μου μιλείς κ” η δόλια εγώ τον κόρφο δες, ανοίγω
και στα βυζιά που βύζαξες τα νύχια, γιέ μου μπήγω.
Κορώνα μου, αντιστύλι μου, χαρά των γερατιώ μου,
ήλιε της βαρυχειμωνιάς, λιγνοκυπάρισσό μου,
Πώς μ” άφησες να σέρνουμαι και να πονώ μονάχη
χωρίς γουλιά, σταλιά νερό και φως κι άνθο κι αστάχυ;
Με τα ματάκια σου έβλεπα της ζωής κάθε λουλούδι,
με τα χειλάκια σου έλεγα τ” αυγερινό τραγούδι.
Με τα χεράκια σου τα δυό, τα χιλιοχαϊδεμένα,
όλη τη γης αγκάλιαζα κι όλ” είτανε για μένα.
Νιότη απ” τη νιότη σου έπαιρνα κι ακόμη αχνογελούσα,
τα γερατειά δεν τρόμαζα, το θάνατο αψηφούσα.
Και τώρα που θα κρατηθώ, που θα σταθώ, που θάμπω,
που απόμεινα ξερό δεντρί σε χιονισμένο κάμπο;
Γιε μου, αν δε σούναι βολετό ναρθείς ξανά σιμά μου,
πάρε μαζί σου εμένανε, γλυκειά μου συντροφιά μου.
Κι αν είν” τα πόδια μου λιγνά, μπορώ να περπατήσω
κι αν κουραστείς, στον κόρφο μου, γλυκά θα σε κρατήσω…