«Βούλιαξαν» έμαθα οι Σπέτσες και τα κοσμοπολίτικα νησιά το «καυτό» τετραήμερο του Πάσχα από τα μεγάλα κότερα, όμοια με εκείνα στις ταινίες του Τζέιμς Μποντ, που νόμιζα κάποτε πως είναι σκηνικά, ή σαν τις θαλαμηγούς στα γαλλικά αστυνομικά, με τις ξανθιές «θεές» στην πλώρη τους, ηλιοκαμένους καπετάνιους στο κατάστρωμα και το πτώμα στην πισίνα.
Επενδυμένα εσωτερικώς στο ροζ της ακριβής σαμπάνιας με τις τηλεοράσεις πλάσμα, τα μπιλιάρδα και τα κάδρα, που δεν τα πιάνει το αγιάζι και η αλμύρα, με τις τραπεζαρίες για τα δείπνα και την πράσινη τσόχα για τους άσους, τους βαλέδες και τους χαμογελαστούς τζόκερ με τα κουδουνάκια στα καπέλα.
Πιο λαμπερά και αστραφτερά από ποτέ: να περνάει απ’ έξω «η βόλτα» του χωριού και να τρελαίνεται το μάτι από τον πλούτο, τη χλιδή και το χρυσάφι στα πόμολα.
Αλλά τι με νοιάζει εμένα, εγώ δεν ξέρω να παίζω χαρτιά και ούτε που μου πέφτει ο λόγος, ο τουρισμός να ‘ναι καλά και η χώρα να βγει από το αδιέξοδο, να ανάψει φως στο άγνωστο και κυρίως να ‘ρθει η ανάπτυξη, να ‘ρθουν τα χελιδόνια.Ανοιξαν επίσης, καθώς πληροφορήθηκα, και όλα τα μπιτάτα μαγαζιά και άρον άρον ξεμπάρκαραν οι χαρούμενοι ντι τζέι, που βάζουν το δάκτυλο πάνω στο βινύλιο και παράγουν συριγμούς εξωφρενικούς και νότες εξωγήινες. «Πνίγηκε» το Αιγαίο στις ηλεκτρονικές συμφωνίες, βγήκαν αλαφιασμένες οι γοργόνες στον αφρό και οι αίγαγροι σκαρφάλωσαν στα λιόδεντρα. Σείστηκε η στεριά απ’ άκρη σε άκρη κι από ρεματιά σε ραχούλα, γιατί η Ελλάδα, όπως σε όλους τους τομείς της τέχνης, έχει και τους καλύτερους ντι τζέι που «φέρνουν» τα ομορφότερα κορίτσια: «θαυμάστριες οι ολολύζουσες» ίδιες και πιο θερμόαιμες από εκείνες τις κρυόκωλες στις αμερικανικές ταινίες του ’60, παιδιά γεμάτα ζωντάνια… αλλά δεν με ενδιαφέρει. Μάλιστα δείχνοντας συγκατάβαση μπορώ ακόμη να δεχτώ τους αδιευκρίνιστους λόγους που η ώρα προσέλευσης στα νυχτερινά μαγαζιά (με τα νέα μέτρα για την πάταξη της κρίσης) πήγε ακόμα πιο χαμηλά και οι πελάτες καταφτάνουν στις 3 τα χαράματα κι αυτό δεν με πειράζει, ούτε που η ντόπια κοινωνία (που δεν υστερεί σε γούστα και απόψεις με αυτά των ξενύχτηδων του κόσμου) συνδράμει με το παραπάνω (ισορροπώντας πάνω στο δωδεκάποντο ξώφτερνο) και λικνίζεται αιωρούμενη στο αφασικό μουσικό ντάπα-ντούπα, που δεν μ’ ενδιαφέρει. Ούτε μ’ ενδιαφέρει που η νεολαία ξυπνάει στις 9 το βράδυ και ξαγρυπνάει πεινασμένη μέχρι τις δώδεκα το μεσημέρι, που βγαίνουν τα τουρκουάζ σφηνάκια και είναι κάθετος ο ήλιος και καμιά μαύρη βροχή ούτε η λάσπη της Σαχάρας δεν μπορεί να βάλει φραγμό στο καταναγκασμό της διασκέδασης και στο ξέφρενο ξέσπασμα της αισιοδοξίας: θα ‘ρθει τούτη η ανάπτυξη, θα ‘ρθει το καλοκαίρι… ώπα!
Και ούτε κι αυτό με ενδιαφέρει: ας χαίρεται όπως νομίζει ο καθείς κι ας κανονίσουν τα του οίκου τους οι γονείς και οι κηδεμόνες. Ξέρουν αυτοί καλύτερα ποιανού είναι τα δίκαια και πώς να παλέψουν με το καλό, το κακό και το άδικο.
Το μόνο που με ενδιαφέρει και με πόνεσε στις ειδήσεις, εκτός από την τραγωδία με το Μπόινγκ 777 που χάθηκε στον Ινδικό Ωκεανό και το φέριμποτ που ναυάγησε στη Νότια Κορέα, ήταν που τις αιτήσεις για το κοινωνικό μέρισμα τις κάνανε πρώτοι και καλύτεροι πρώην καταχρεωμένοι εκατομμυριούχοι, που έχουν τα κότερα δεμένα στα μουράγια… και επίσης με ενδιαφέρει που έχουμε εκλογές και που όπως διακηρύσσουν οι υποψήφιοι, είμαι ως ψηφοφόρος «το επίκεντρο» και νιώθω εκείνο το συναίσθημα που έρχεται στα όνειρά μου, όταν είμαι τάχα σε πρεμιέρα στο κέντρο της σκηνής και χιλιάδες μάτια περιμένουν από μένα την πρώτη λέξη του ρόλου. Τότε ανακαλύπτω πως δεν ξέρω καμία λέξη κι έρχεται ο εφιάλτης της περιδίνησης και με τραβάει από τα πόδια προς τα κάτω σαν ρουφήχτρα της θάλασσας, που πολεμάει να με καταπιεί… Κι άλλοτε έρχεται ο βραχνάς: βαριά πέτρα ανθρωπόμορφη με τρεις σειρές ροζ μαργαριτάρια στο λαιμό και μου δένει τα χέρια σταυρωτά πάνω στο στήθος και με σέρνει απ’ τα μαλλιά στα σκοτεινά έγκατα του κάτω κόσμου, στα υπόγεια βρομερά τούνελ, κάτω από τη σκηνή, στον υπόνομο που ζέχνει και προσπαθώ με κόπο να σχηματίζω στο στόμα μου τη λέξη που θυμάμαι από παιδί και αρθρώνω ανάκατα και άναρχα «είαοηβοήειαααβοήηθειειαα».