Των ΑΝΤΩΝΗ και ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ ΚΟΥΦΑΛΗ
Οι εικόνες μιλούσαν από μόνες τους. Είχαν τη δύναμη της αλήθειας και την αμεσότητα που γεννιέται από την ανάγκη. Οποια κι αν είναι αυτή, όσο μακριά μας κι αν βρίσκεται… Αλλά μπροστά στο γυαλί αποκτάνε μια άλλη διάσταση, που δεν υπολείπεται του πραγματικού.
Τι κι αν η εποχή στερεί από τους λωτοφάγους τα σταφύλια και τα άλλα όψιμα φρούτα που αφθονούν στους δέκτες μας. Τι κι αν η πραγματικότητά τους φοράει στολή παραλλαγής, ανάλογα με το κανάλι και τον παπαγάλο… συγγνώμη news caster, που σχολιάζει με οτοκιού.
Οι ουρές ήταν εκεί. Εξω. Από τα χαράματα. Εκατοντάδες εκατοντάδων, όπως φάνηκαν στους δέκτες, που, πατείς με πατώ σε, στριμώχνονταν για την ανάγκη πάνω από τους πάγκους της λαϊκής.Πρώτη μέρα της πανελλαδικής απεργίας των μικροπωλητών και λιανοπωλητών στις υπαίθριες αγορές και η απόφασή τους να διανέμουν δωρεάν τρόφιμα στους αδύναμους χαιρετίστηκε με κραυγές, κλοτσιές και άλλες συναφείς εκδηλώσεις ικανοποίησης του χριστεπώνυμου πλήθους.
Δεν είναι όμως μόνο αυτό το θέμα μας.
Την ίδια ώρα που κυβερνητικοί και μη εξαιρετέοι βιολιτζήδες παίζουν την «Ωδή στη Χαρά» σε λα μινόρε, τη στιγμή που τα κρατικά ταμεία ξεχειλίζουν από πρωτογενή και δευτερογενή πλεονάσματα, τις μέρες και τους μήνες μιας κρίσης που δεν θα ‘χει ούτε εύκολο ούτε γρήγορο τέλος, χιλιάδες συμπολίτες μας ποδοπατούνται για δυο μαρούλια και ένα κιλό πατάτες, όχι εν κρυπτώ, αλλά μπροστά σε μια κάμερα που τρέφεται από την πείνα τους.
Μερικές μέρες αργότερα, στην πλατεία Συντάγματος, το ευάριθμο πλήθος των Γιαπωνέζων τουριστών βρήκε τη χαρά του μπροστά στον «Αγνωστο», κινηματογραφώντας κάθε πτυχή της φούντας στο τσαρούχι του εύζωνα. Κι όπως το απαιτούσε η μέρα και η παγκόσμια συλλογική μνήμη, τα λάβαρα και οι παιάνες είχαν από νωρίς απλωθεί κατά μήκος της Αμαλίας, την ίδια ώρα που μια άλλη πορεία, άλλου εργατικού θιάσου, έδινε τη δική της παράσταση σε παράλληλο δρόμο.
Κι όσο μπλέκονταν οι φωνές και τα συνθήματα τόσο οι Γιαπωνέζοι χειροκροτούσαν και κινηματογραφούσαν τη φιέστα. Κι επειδή στο άλμπουμ των αναμνήσεων, πέρα από το κουλέρ λοκάλ (!), οι ευκαιρίες αυτού του είδους κάνουν τη διαφορά, σε χρόνο ρεκόρ σχηματίστηκε μια πυραμίδα με φόντο το κόκκινο, κι όλοι μα όλοι, πλην του φωτογράφου, πόζαραν ξεκαρδισμένοι με σφιγμένες γροθιές και το σχήμα της νίκης.
Αυτοί οι εσωτερικοί μετανάστες, που δεν καλύπτονται από την τουριστική ομπρέλα, είναι το καλύτερο φόντο για τέτοια ταξιδιωτικά ενσταντανέ. Αφού η πείνα δεν φαίνεται, αφού η εχθρότητα, η αναδουλειά, η καχυποψία έγιναν αόρατες μπροστά στα ψέματα, αφού χάσαμε την ψυχή μας, ας κρατήσουμε τουλάχιστον το κομμάτι εκείνο της μεγάλης ψυχής που ανήκει σε όλους.
Κι ελάτε να θυμηθούμε «Τα σταφύλια της οργής» του Τζον Στάινμπεκ, αυτής της εμβληματικής νουβέλας για τους φτωχούληδες όπου γης, που μετέφερε αριστουργηματικά ο Τζον Φορντ στη μεγάλη οθόνη, κατακτώντας επάξια τη δική του θέση στο πάνθεον των δέκα καλύτερων ταινιών του αμερικανικού σινεμά.
Είναι η ταινία που χαρακτηρίστηκε «ένα μάτσο ψέματα» και «απροκάλυπτη κομμουνιστική προπαγάνδα». Η ίδια που οι τράπεζες (!) έκριναν «επικίνδυνα ανατρεπτική και υστερικά μεροληπτική σε βάρος του υγιούς κομματιού της Αμερικής», και που εβδομήντα τέσσερα χρόνια μετά δείχνει σαν να γυρίστηκε πέρυσι.
«Θα βρίσκομαι παντού μέσα στο σκοτάδι / Θα βρίσκομαι εκεί όπου δίνουν μάχη για να φάνε οι πεινασμένοι / Θα βρίσκομαι εκεί όπου ο μπάτσος δέρνει τον ανήμπορο / Θα βρίσκομαι εκεί όπου οι άνθρωποι φωνάζουν / επειδή είναι έξαλλοι και δεν αντέχουν άλλο…» λέει ο ήρωας Τομ Τζόουντ.
«Αλλά θα βρίσκομαι και εκεί όπου τα παιδιά γελούν επειδή πεινάνε / μα ξέρουν ότι το δείπνο τα περιμένει / Και θα βρίσκομαι εκεί όταν οι άνθρωποι τρώνε / τους δικούς τους καρπούς / και θα ζουν στα σπίτια που οι ίδιοι έφτιαξαν / Θα βρίσκομαι εκεί».
Εμείς, δεν γνωρίζουμε πού ακριβώς βρισκόμαστε ως χώρα. Ούτε πότε θα βρούμε το στίγμα μας σ’ αυτή την παγκοσμιοποιημένη κουζίνα που αντικατέστησε τη χωριάτικη με τη σαλάτα του Καίσαρα και το λαδοτύρι με φύκια και μαριναρισμένες κορδέλες.