Το νομοσχέδιο που θα καταστρέψει την ελληνική ακτογραμμή αποτελεί μνημονιακή υποχρέωση, την οποία η ελληνική κυβέρνηση έχει δεσμευθεί να εφαρμόσει άμεσα, απάντησε ευθέως ο επίτροπος Οικονομικών της Κομισιόν Siim Kallas σε σχετική ερώτηση του ευρωβουλευτή του ΣΥΡΙΖΑ και υποψήφιου στις ευρωεκλογές Νίκου Χουντή.
Στην απάντησή του ο Kallas, χωρίς να μασάει τα λόγια του, ομολογεί ότι αποτελεί μνημονιακή δέσμευση της Ελλάδας να θεσπίσει ταχέως νομοθεσία για τις παράκτιες ζώνες, τονίζοντας μάλιστα ότι το νομοσχέδιο αυτό θα πρέπει να έχει ως στόχο, μεταξύ άλλων, «τη διευκόλυνση των “στρατηγικών επενδύσεων” και τις “ιδιωτικοποι-ήσεις”».O επίτροπος Οικονομικών αποκαλύπτει μάλιστα ότι η ελληνική κυβέρνηση θα θεσπίσει και νέο νόμο περί δασοκομίας «για να αποσαφηνίσει τον ορισμό των δασών και των δασικών γαιών»!
Όπως επισημαίνει στη δήλωσή του ο Νίκος Χουντής, «για άλλη μία φορά αποδεικνύεται ότι τα μνημόνια δεν διαλύουν μόνο τις νθρώπινες ζωές, αλλά καταστρέφουν και το περιβάλλον. Οι κυβερνητικοί εταίροι, υπό την άμεση καθοδήγηση της τρόικας, παραδίδουν τον φυσικό και αισθητικό πλούτο της χώρας, παραδίδουν κυριολεκτικά ‘‘γη και ύδωρ’’ στα μεγάλα ιδιωτικά συμφέροντα, σαν να πρόκειται για δική τους περιουσία και όχι του ελληνικού λαού».
Την ίδια ώρα, τους 80 έφτασαν οι φορείς από όλη την Ελλάδα που υπογράφουν ψήφισμα το οποίο απέστειλαν στα πολιτικά κόμματα και με το οποίο επισημαίνουν ότι οι ρυθμίσεις του νομοσχεδίου πλήττουν ευθέως και ανεπανόρθωτα τον πυρήνα του φυσικού και πολιτιστικού κεφαλαίου της χώρας, ακτές, υγρότοπους, ευπαθή οικοσυστήματα, ενάλιες και παράκτιες αρχαιότητες, τοπίο και φυσικούς σχηματισμούς, για πρώτη δε φορά στην ιστορία οι ακτές χάνουν τον κοινόχρηστο χαρακτήρα τους και οι πολίτες την ελεύθερη πρόσβαση σ’ αυτές. Ταυτόχρονα, επιβραβεύονται για άλλη μια φορά οι καταπατητές σε βάρος του κράτους δικαίου.
Οι 80 φορείς κρούουν τον κώδωνα του κινδύνου και υπογραμμίζουν ότι η εφαρμογή του νομοσχεδίου, αξιολογούμενη ακόμα και με στυγνή οικονομική λογική, θα στερήσει τη χώρα από το σπουδαιότερο συγκριτικό της πλεονέκτημα και τη μοναδική της ευκαιρία για ανάκαμψη μέσω βιώσιμης ανάπτυξης.