Η δική μου «πρώτη φορά» έτυχε να είναι μέσα στη δικτατορία και έπρεπε να πω ναι ή όχι στο νόθο δημοψήφισμα για το σχέδιο Συντάγματος της χούντας.
Ολοι στην ηλικία μου γνωρίζουν κάτω από τι αυστηρά μέτρα επιτήρησης γινόταν αυτή η ταπεινωτική ψηφοφορία. Επαιρνε ο έφορος το φάκελο, τον σήκωνε στο φως των παραθύρων του σχολείου, που ήταν πιο ψηλά από το μάτι, για να δει δήθεν αν κόλλησε, ενώ μας κοιτούσε λοξά, υπονοώντας ότι μπορεί να διακρίνει μέσα το ναι ή το όχι μας και να μεταφέρει τα δέοντα εκεί που ξέρει… Εβαλα φυσικά στο φάκελο το «όχι» μου: να μην προδώσω την ιδεολογία μου, την πίστη μου στην ελευθερία κι άλλα τέτοια «ηρωικά» που τα πιστεύαμε αλήθεια (η άποψη που ακούω σήμερα, αμπελοφιλοσοφώντας στα καφενεία, «εγώ κορόιδεψα το σύστημα για να τους τα πάρω», μου ήταν τότε αδιανόητη και ανήθικη).Για το «απελπιστικό κωμειδύλλιον» της άλλης πρώτης μου φοράς, δεν δύναμαι να γράψω και μάλιστα στο πρώτο πρόσωπο… Θα κάνω μια προσπάθεια προσεχώς στο τρίτο πρόσωπο.
Αντ’ αυτού μπορώ να προδώσω κάτι, που δεν είναι μεν σεξιστικό, αλλά έχει μια παραμυθένια συνάφεια με το πονηρό: την πρώτη φορά που η αδελφή μου δέχτηκε ένα ζαχαρωμένο «βιεννέζικο» με καρύδια και κανέλα, από τον νεαρό καθηγητή της του φροντιστηρίου μαθηματικών. Εκείνη ήταν 16 χρόνων και εγώ 13. Είχαμε μάθει να μην παίρνουμε ποτέ καραμέλες στο δρόμο από «γέρους» και να μην τρώμε ποτέ γλυκά από «ξένους». Ετσι όταν ο καθηγητής της (που τη συνόδευσε μια μέρα στην επιστροφή για το σπίτι) σταμάτησε σε γνωστό ζαχαροπλαστείο της πλατείας Βαρδαρίου και της προσέφερε το «αυστριακό» κρουασάν, η αδελφή μου, προσποιούμενη κάποια δυσανεξία, το έβαλε προσεκτικά τυλιγμένο σε μία κόλλα τετραδίου στη σχολική της τσάντα και το είχε φυλαγμένο εκεί, μέχρι να βραδιάσει και να κοιμηθούν όλοι στο σπίτι. Τότε μόνον και αφού τέλειωσε τις ασκήσεις των μαθηματικών (πάντα μου ζητούσε να την περιμένω και να ζεσταίνω εν τω μεταξύ το κρεβάτι της, πράγμα που έκανα μετά χαράς, χουχουλίζοντας κάτω από το πάπλωμα… για να της πω μετά αστεία να γελάσουμε). Οταν γύρω στις 12 μπήκε κάτω από τα στρωσίδια, μου ομολόγησε ψιθυριστά το γλυκό της «μυστικό» και μου εξήγησε με πάσα αφέλεια και γελοιότητα, πως αν το τρώγαμε μαζί και είχε δηλητήριο θα «πεθαίναμε» και μαζί, γι’ αυτό έπρεπε να δαγκώσω πρώτα εγώ, που ήμουν η πιο μικρή και η πιο γενναία και αυτή «να τα φυλάει». Ετσι κι έγινε: ως δοκιμάστρια της μεγαλειότητάς της, δάγκωσα πρώτη το εξωτικό βιεννέζικο του καθηγητή, που δεν γνώριζα βέβαια τι μπορεί να έκρυβε στους λαβυρινθώδεις διαδρόμους του μαθηματικού μυαλού του…
Ποτέ δεν θα ξεχάσω την ευδαιμονία της πρώτης δαγκωματιάς, εκείνου του απαγορευμένου κεράσματος… τη γλύκα, τη μυρωδιά, την ξελιγωτική νοστιμιά του «αυτοκρατορικού» βιεννέζικου. Ούτε ποτέ θα ξεχάσω τα νευρικά γέλια πριν από την πρώτη δαγκωνιά, ούτε τη μάνα μου, που χτυπούσε τον τοίχο φωνάζοντας να σκάσουμε, ούτε πως έκλεισα τα μάτια και κατάπια τη γλυκύτατη μπουκιά περιμένοντας το μοιραίο. Επειτα μουρμουρητά, γέλια, αναπνοές, όλα σώπασαν… και μείναμε ακίνητες περιμένοντας βουβά να έρθουν τα συμπτώματα… Οταν βεβαιωθήκαμε ότι το «βιεννέζικο» δεν ήταν ποτισμένο με το πικρό φαρμάκι και με «αφρούς» στο στόμα από την αναμονή του θανάτου και την αγριάδα του πονηρού, μοιραστήκαμε και φάγαμε το υπόλοιπο κουκουλωμένες στα σκοτάδια.
Αυτή ήταν μια από τις ευτυχέστερες νύχτες της ζωής μου στο κρεβάτι της αδελφής μου.
Πολύ αργότερα και χάριν του θεάτρου έμαθα για την ερωτικότερη πάντων «τελευταία φορά» των δύο νέων, που αγαπιούνται με την πρώτη μανιακή θέρμη και είναι θύματα του αυταρχικού «έτσι θέλω» του παλιού πνεύματος και του τυραννικού φανατισμού: μάτια μου ιδέτε τελευταία φορά! Αγκαλιάστε χέρια μου τελευταία φορά και χείλια μου εσείς, πόρτες της πνοής με νόμιμο φιλί σφραγίστε ομόλογο χωρίς χρονολογία στο θάνατο το μεγαλοπρεπή.
Αυτό για σένα, αγάπη μου! (πίνει) Ω τίμιε φαρμακέμπορα! το γιατρικό σου είναι γοργό. Κι έτσι μ’ ένα φιλί πεθαίνω. (πεθαίνει)
Ο Ρωμαίος! Η Ιουλιέτα μερικές σελίδες πριν, έχει ρωτήσει την παραμάνα: αν εσκοτώθη πες το «ναι» αν «όχι» πες μου «όχι» με συλλαβές πες μου αν ζωή για μένα ή θάνατος.
Μετάφραση Βασίλη Ρώτα.