Επί εβδομήντα χρόνια, ο φασισμός πεθαίνει κάθε μέρα στο Δίστομο. Με τη θυσία τους στο βωμό του ναζισμού, οι 218 νεκροί του Διστόμου δεν άφησαν κανένα επιχείρημα στην πιο φρικτή ιδεοληψία που γνώρισε η ανθρωπότητα. Με τη δύναμη τους, οι Διστομίτες που έμειναν πίσω, απέδειξαν ότι η ζωή μπορεί να νικήσει κατά κράτος τον πνευματικό και πραγματικό θάνατο που συνεπάγεται το τυφλό μίσος. Έχασαν μια αιματηρή μάχη, κέρδισαν όμως έναν πολύ σημαντικό και διαχρονικό πόλεμο.
Σάββατο, 10 Ιουνίου 1944. Ήταν μια μέρα σαν όλες τις άλλες. Τίποτα δεν προμήνυε τη θηριωδία που θα λάμβανε χώρα στο φιλήσυχο χωριό. Τέσσερις μέρες πριν είχε γίνει η απόβαση στη Νορμανδία. Οι Γερμανοί είχαν χάσει πια κι αποχωρούσαν, βάφοντας με αίμα τα κατεχόμενα τους. Ο 2ος λόχος, του 2ου τάγματος, του 7ου Συντάγματος ,της 1ης Μεραρχίας των Ες – Ες μπαίνει στο Δίστομο έχοντας πιάσει 12 ομήρους.
Με εκφοβισμούς προσπαθούν να αντλήσουν πληροφορίες για τα τάγματα εθνικής αντίστασης του ΕΛΑΣ που επιχειρούσαν στην ευρύτερη περιοχή. Κάποια στιγμή οι πληροφοριοδότες τους ειδοποιούν ότι στο κοντινό Στείρι κινούνται αντάρτες. Οι ναζιστικές δυνάμεις κινούνται προς την περιοχή, όπου και πέφτουν σε ενέδρα. Η μάχη είναι σφοδρή. Οι Γερμανοί μετρούν 40 νεκρούς και πολλούς τραυματίες. Ανάμεσα τους και ο βαθμοφόρος Τεό – ο οποίος δεν διευκρινίστηκε ποτέ γιατί μιλούσε ελληνικά.
Οι ναζί επιστρέφουν στο Δίστομο και ξεχύνονται στους δρόμους με όπλα και λόγχες ανα χείρας, αποφασισμένοι να γράψουν μια από τις πλεόν μελανές σελίδες της ιστορίας. Βασανίζουν, βιάζουν, σκοτώνουν, σφάζουν και καίνε ότι βρίσκουν στο διάβα τους. Γέροι, γριές, γυναίκες, παιδιά, βρέφη λίγων ημερών, ακόμα και τα ζώα εξολοθρεύονται. Ότι είναι ζωντανό «πρέπει» να πεθάνει.
Ναζιστικά εγκλήματα έχουν γίνει παντού στην Ελλάδα και την Ευρώπη. Τη βαρβαρότητα στο Δίστομο όμως δεν τη χωράει ανθρώπινος νους. Παιδιά που τα αποκεφάλισαν ή συνέτριψαν το κεφάλι τους με τη μπότα τους, ομαδικοί κατ’επανάληψη βιασμοί ανήλικων κοριτσιών μπροστά στα μάτια των γονιών τους, ξεκοίλιασμα εγκύων και πνίξιμο των εμβρύων με τα εντόσθια τους, αργό και βασανιστικό γδάρσιμο ενός 5χρονου παιδιού, είναι λίγα μόνο από τα αποτρόπαια περιστατικά που σημειώνει η ‘Ελλη Αδοσίδου, απεσταλμένη του Διεθνούς Ερυθρού Σταυρού, στην επίσημη αναφορά της έπειτα από επίσκεψη στην περιοχή, 10 μέρες μετά τη σφαγή. Συνολικά 218 τέτοιες ιστορίες – 218 δολοφονηθέντες.
Το κακό προαίσθημα που βγήκε αληθινό
«Φρόσω θα χωρίσουμε». «Γιατί;», τον ρώτησε ενώ εκείνος ετοιμαζόταν να φύγει για το κτήμα. «Δεν ξέρω ,αλλά κάτι θα γίνει και θα χωρίσουμε γρήγορα», απάντησε. «Άμα έρχονται οι Γερμανοί, θα τυλίγεις ένα τσεμπέρι στο πρόσωπο σου και θα κρύβεσαι στο σπίτι. Δε θέλω να βγαίνεις έξω», τη συμβούλεψε κι έκλεισε την πόρτα πίσω του. Η Φρόσω Περγαντά, 20 χρονών κοριτσάκι τότε, φρεσκοπαντρεμένη με ένα μωρό λίγων μηνών στην αγκαλιά δεν κατάλαβε γιατί είχε ξυπνήσει «στραβά» εκείνο το πρωί ο άντρας της κι άρχισε να κάνει τις δουλειές του σπιτιού.
Το νέο δεν άργησε να διαδοθεί. Οι Γερμανοί είχαν πιάσει 12 όμηρους στις Τσέρες, όπου ήταν τα κτήματα και μπήκαν στο Δίστομο. Ανάμεσα τους και ο σύζυγος της. Έτρεξε στην πλατεία, όπου τους είχαν συγκεντρωμένους πάνω σε ένα φορτηγό κι εκείνος της ζήτησε να δει το παιδί. «Το σήκωσα ψηλά και δεν μπορούσε ο Γιώργης μου να το χαϊδέψει, αλλά μπόρεσε και το φίλησε λίγο εδώ, στο κεφαλάκι του από πίσω», θυμάται. Τη σκηνή παρακολουθούσε ο διαβόητος Τεό. «Σαν να συγκινήθηκε και μου είπε “αύριο, παπιόν, εσύ, Λιβαδειά, απολύσουμε άντρα σου”». Ήταν αυτός που μόλις επέστρεψε λαβωμένος από τη μάχη στο Στείρι και λίγο πριν ξεψυχήσει – αν είχε δηλαδή ψυχή – έδωσε την εντολή να μη μείνει ζωντανό ότι αναπνέει και κινείται στο Δίστομο. Μόλις έκλεισε τα μάτια του, η θηριωδία ξεκίνησε με την εκτέλεση των ομήρων. «Ο άντρας μου, όπως μου είπαν, γονάτισε και η σφαίρα τον χτύπησε πίσω στο κεφάλι. Βγήκε από το μάτι του. Ήταν 32 χρονών».
Αψηφώντας τη συμβουλή που της είχε δώσει το πρωί, η Φρόσω αποφασισε να πάει στην πλατεία να τον αναζητήσει. Βγαίνοντας από το σπίτι, όμως, ήρθε πρόσωπο με πρόσωπο με έναν Γερμανό στρατιώτη. Τη σημάδεψε με το όπλο του. «Σπίτι. Όχι έξω. Έξω καπούτ», της είπε και έχοντας την κάνη πάνω της, την οδήγησε πίσω, ενώ παράλληλα κοίταζε με αγωνία μην τον δει κανείς. Εκείνος εξαφανίστηκε κι εκείνη στάθηκε στο παράθυρο. «Έβλεπα από πάνω την πλατεία, να τους φέρνουνε σε ομάδες , 3-4 μαζί και αρχίζανε με τα πολυβόλα “γκρρρρρρρρρρρ” και τους σώριαζαν χάμω». Μόλις κατάλαβε τι συνέβαινε, πήρε το μωρό της στην αγκαλιά και μαζί με τη μητέρα της κρύφτηκαν πίσω από μια πόρτα του σπιτιού. «Η γιαγιά μου δεν πρόλαβε να ανέβει, την πυροβόλησαν κι έπειτα της έριξαν χειροβομβίδα. Η πλάκα της αυλής έγινε θρύψαλλα. Σκέψου αυτή η γριούλα πώς είχε γίνει», διηγείται. Οι ναζί εισέβαλαν στο σπίτι με σκοπό να σκοτώσουν. Παρέμειναν με κομμένη την ανάσα πίσω από την πόρτα. «Είχα το μωρό στο στήθος και ήταν σαν να κράταγα ένα πακέτο ρούχα. Δεν έκλαψε να κάνει ούτε “αχ”. Λες και καταλάβαινε», θα πει η κυρία Φρόσω.
Σάλτο μορτάλε
«Είδα από το παράθυρο έναν Γερμανό να πυροβολεί στον αέρα, αλλά από τον φόβο μου εγώ νόμισα ότι πυροβόλησε μέσα στο σπίτι. Έτρεξα και λέω: μπαμπα έρχεται στο σπίτι». Η κυρία Νίτσα Νικολάου ήταν μόλις 12 χρονών. «Έντεκα σκαλοπάτια, με δυο βήματα τα ανέβηκε. Οπλισμένος σαν αστακός», θυμάται. «Ανοίγει η πόρτα και ορμάει πάνω στον πατέρα μου. Να ουρλιάζει, να τον σπρώχνει, να τον χτυπάει με τον υποκόπανο του όπλου κατά μήκος όλου του σπιτιού». Ο Μιλτιάδης Νικολάου ήταν καλλιτεχνική φύση. Έπαιζε μαντολίνο, τραγουδούσε και είχε ένα κουτί με δίσκους που έβαζε στο γραμμόφωνο και χόρευε με τη γυναίκα και τις κόρες του, τα βράδυα όταν γύριζε από το μαγαζί. Όταν ο πόλεμος κηρύχθηκε, έφυγε για το ελληνο-αλβανικό μέτωπο και κατάφερε να επιστρέψει ζωντανός. «Είχα αποτρελαθεί.
Δε μπορούσα να βλέπω να κακοποιεί έτσι τον πατέρα μου. Τον αγαπούσα πολύ και με αγαπούσε κι εκείνος. Άνοιξα το παράθυρο και όταν τον ρώτησα για να πηδήξω, μου είπε όχι. Ήταν τα τελευταία λόγια που άκουσα από το στόμα του», θα πει. Αν και δειλό παιδί, ο τρόμος και το ένστικτο της επιβίωσης την προσγείωσε στο έδαφος. Ζαλισμένη ακόμα έτρεξε στο γειτονικό σπίτι, άνοιξε την καταπακτή και βρέθηκε στο κατώι μαζί με άλλα γυναικόπαιδα που είχαν κρυφτεί εκεί.
Από έξω ακούγονταν πυροβολισμοί και ουρλιαχτά. Η Νίτσα σε κατάσταση αμόκ φώναζε κι έκλαιγε γοερά. Ένα δυνατό χαστούκι τη συνέφερε. Δεν έπρεπε να ακουστεί γιατί θα τις έβρισκαν. Εκείνη με μιας κουβαριάστηκε κι άρχισε να θρηνεί βουβά. Ο τρόμος όμως επέστρεψε εκ νέου όταν με μια δυνατή κλωτσία η πόρτα άνοιξε και εμφανίστηκαν δυο Γερμανοί. «Μπήκε ο πρώτος μέσα και σαν λυσασμένος κλώτσαγε ότι έβρισκε μπροστά του. Εγω κάθε κλωτσιά που έριχνε, την ένοιωθα στο στήθος μου», διηγείται. «Ο άλλος ήταν στην πόρτα με το πιστόλι και μας σημάδευε. Μας έδωσε να καταλάβουμε ότι έξω σκοτώνουν και να μη βγούμε, αλλιώς καπούτ». Φαίνεται ότι το γεγονός ότι δεν υπήρχαν άντρες μαζί τους τις γλίτωσε από την εκτέλεση. «Είχα ένα βέβαιο ένστικτο ότι στο σπίτι μου θα έχουν σκοτωθεί όλοι. Κι έτσι όπως καθόμουν εκεί, αυτό που σκεφτόμουν ήταν με τι σειρά θα θάψουμε τους δικους μου. Να είναι στη μέση οι γονεις κι από εδώ κι από εκει τα παιδιά, ή να είναι τα παιδιά στη μέση, κι από εδώ κι από εκεί οι γονείς;».
Τα νέα έφτασαν από μια χωριανή που κλαίγοντας μπήκε στο κατώι και αγνοώντας την παρουσία της Νίτσας άρχισε να εξιστορεί αυτά που είχε δει. Ο Γερμανός που είχε εισβάλει σπίτι τους έσυρε αιμόφυρτο τον πατέρα της ως την πλατεία, τον έστησε σε ένα τοίχο και τον εκτέλεσε εν ψυχρώ. Από πίσω ακολουθούσε η μητέρα της, Κοντυλία, με το ένα κοριτσάκι της στην αγκαλιά και το άλλο κρεμασμένο από τη φούστα της. Σχεδόν τον αγκάλιασε μέσα στην απόγνωση της. Εκείνος γύρισε και δίχως οίκτο εκτέλεσε μητέρα και παιδιά. « Ήταν 29 χρονών. Την εκτέλεσε με πολυβόλο. Φαίνεται δεν μπορούσε να σκοτώσει μια κοπέλα με ένα απλό όπλο», σημειώνει η κυρία Νίτσα. «Λένε τα μυαλά της μητέρας μου ήταν σκορπισμένα και τα μάζεψε η γιαγιά μου. Δεν την ρώτησα ποτέ».
Το σκυλί που έκλαιγε
Την ίδια στιγμή, στο κατώι του σπιτιού της Παγούλας Σκούτα, είχαν κρυφτεί 15 περίπου άτομα. Όταν ο Γερμανός έφτασε στο σπίτι τους, ο πατέρας της και το 13χρονο κορίτσι βγήκαν στο κατώφλι να τον «υποδεχτούν» με μια κανάτα κρασί και τυρί. «Γκουντ – γκούντ», του έλεγε εκείνος, αλλά ο Γερμανός απάνταγε «καπούτ». Δεν καταλάβανε. Τους διέταξε να μπουν στο υπόγειο.
«Το πολυβόλο άρχισε “φρρρρρ” κι όποιον πάρει ο χάρος. Πέντε σωθήκαμε», λέει η κυρία Παγούλα. Πρώτος χτυπήθηκε ο πατέρας της- πισώπλατα, ακολούθησε μια γυναίκα που κρατούσε το παιδί της στην αγκαλιά της, και οι υπόλοιποι. Όταν τελείωσαν οι πυροβολισμοί, ο δολοφόνος άρχισε να κλωτσάει ένα-ένα τα θύματα του, για να βεβαιωθεί ότι είχε φέρει εις πέρας την απάνθρωπη αποστολή του. Κάποιος βόγκηξε και του έριξε τη χαριστική βολή. «Όταν με κλότσησε, κράτησα το στόμα ανοιχτό και βάσταξα την αναπνοή μου για να μην καταλάβει ότι ζω. Κόντευα να σκάσω», διηγείται. Τα αυτοκίνητα κόρναραν κι εκείνος αφού άνοιξε τις κάνουλες των βαρελιών, έφυγε. «Ζεστό το αίμα, κρύο το κρασί, ενώθηκαν κι έγιναν σαν κρέμα. Δεν μπορούσες να περπατήσεις, γλίστραγες», θυμάται.
Στο πατητήρι μέσα ήταν η αδελφή της. Το κρέας από το γοφό της κρεμόταν «σαν μία φρατζόλα ψωμί που την έχεις κόψει στη μέση» και το χέρι της βαστιόταν από ένα μικρό κομμάτι σάρκας και τα νεύρα. Ήταν όμως ζωντανή. Βγήκαν έξω και προσπάθησαν να περισώσουν ότι μπορούσαν από το βιος τους. Το απέναντι σπίτι καιγόταν. Οι ναζί είχαν πετάξει στη φωτιά το ηλικιωμένο ζευγάρι που ζούσε σε αυτό. Τους έκαψαν ζωντανούς. Η Παγούλα ήταν στην σκάλα του σπιτιού και προσπαθούσε -μικρό κοριτσάκι- να κατεβάσει τη βαριά ραπτομηχανή της αδελφής της στην αυλή. Την εμφάνιση του έκανε τότε ο Παρδάλης, το σκυλί της οικογένειας.
«Γαύγιζε κι έκλαιγε. Είχε κάτσει στα πισινά του πόδια και με το ένα χέρι με φώναζε με το άλλο σκούπιζε τα μάτια του. Σαν άνθρωπος . Αυτό γύριζε και τα είδε όλα. Ποιος ξέρει πόσα είδαν τα ματιά του;», αναρωτιέται. Κατάλαβε ότι κάτι ήθελα να της πει. Το ακολούθησε και εκεί που αυτό κοντοστάθηκε, ανάμεσα στα χορτάρια πεσμένη νεκρή η 8χρονη αδελφή της, η Λουκία. Κίτρινη σαν το λεμόνι και με μια τρύπα κάτω από το μάτι. «Δεν μπορούσαν να την σηκώσω. Ήμουν και κομμένη φαίνεται, αλλά από ότι έχω ακούσει, άμα ο άνθρωπος είναι νεκρός βαραίνει», θα πει. «Ο Παρδάλης πιο έξυπνος από μένα, έρχεται και πιάνει το φουστάνι της Λουκίας για να τη σύρει. Δεν τα καταφέραμε». Κάποιος την έθαψε μαζί με τον πατέρα της. «Αν δεν με είχε πάει το σκυλί τι θα έκανα εγώ τώρα όλη τη τη ζωή μου; Άμα δεν έβλεπα τη Λουκία με τα μάτια μου, θα το πίστευα; Θα έψαχνα όπως άλλοι στην τηλεόραση να τη βρω. Το σκυλί με έσωσε από αυτό το μαρτύριο».
Θα κάνουμε άλλη μάνα
Μια φωτογραφία έμεινε πίσω για να θυμίζει τις ευτυχισμένες μέρες της οικογένειας Καστρίτη, πριν τη σφαγή της 10ης Ιουνίου. Λίγες μέρες πριν, το χωριό γιόρταζε τον πολιούχο του και είχε πανηγύρι. Η Σταμούλα είπε στον άντρα της να βγάλουν μια φωτογραφία με τα παιδιά τους. «Ας την έχουμε για ενθύμιο. Που ξέρεις… Του χρόνου μπορεί να μην είμαστε μαζί», θυμάται χαρακτηριστικά τη μητέρα του να λέει ο κύριος Αγγελής. Πράγματι. Οι ναζί δεν άφησαν την επόμενη χρονιά να τους βρει μαζί.
Όταν οι Γερμανοί μπήκαν εκείνο το σαββατιάτικο πρωϊνό στο Δίστομο, η Σταμούλα Καστρίτη προέτρεψε τον σύζυγο της να φύγει για να μην τον συλλάβουν, όπως είχαν κάνει λίγους μήνες νωρίτερα. Εκείνος δίστασε, μα εκείνη επέμεινε και τον καθησύχασε λέγοντας του πως δεν θα πειράξουν γυναικόπαιδα. Έμεινε στην αυλή της να ζυμώνει. «Μάνα εγώ παίρνω το Γιώργη και φεύγω. Τώρα εσύ κάμε ότι νομίζεις», είπε ο 9χρονος τότε Αγγελής και παίρνοντας αποφασιστικά τον μικρότερο αδελφό του από το χέρι ξεκίνησαν για ένα συγγενικό σπίτι. «Αντε φευγάτε και αφήστε εμένα να με σκοτώσουνε εδώ», αστειεύτηκε εκείνη, χωρίς να μπορεί να φανταστεί την ειρωνία της τύχης που έκρυβαν τα λόγια της. Τα αγόρια έφτασαν στο σπίτι κι άρχισαν να παίζουν με μια τράπουλα και πάνω στο παιχνίδι αποκοιμήθηκαν.
Όσο τα δύο παιδιά κοιμόντουσαν, η τύχη έπαιξε άσχημο παιχνίδι στην οικογένεια τους, αλλά και σε ολόκληρο το χωριό τους. Όταν σταμάτησαν να ηχούν τα πολυβόλα, ο Αγγελής πήρε το δρόμο της επιστροφής. Όπου και να περπάταγε… νεκροί συγχωριανοί. «Όταν μπήκα στην αυλή, πρώτα είδα τον παππού μου. Του έλειπε όλο το πάνω μέρος του κεφαλιού και τα μυαλά του είχαν χυθεί κάτω, στη σκάλα που οδηγούσε στο κατώι», θυμάται. «Δίπλα υπήρχε μια πλάκα όπου καθόντουσαν οι γυναίκες και ζύμωναν. Εκεί καθόταν η γιαγιά μου – σαν να την βλέπω τώρα μπροστά μου – και με κοίταγε. Δεν είχε αίματα». «Γιαγιά. Γιαγιούλα. Γιατί δεν μιλάς;», επέμενε. Ήταν σκοτωμένη. Μπροστά στο φούρνο, η μάνα του είχε προλάβει να μισο-ψήσει ένα καρβέλι. «Είχε κρύψει το πρόσωπο της με ένα μαντήλι και το είχε δαγκώσει. Της είχαν ρίξει χαριστική βολή στο κεφάλι. Η σφαίρα καρφώθηκε στο φουρνόξυλο που κρατούσε. Το αίμα είχε φτάσει 3 μέτρα κάτω», θα πει συγκινημένος. Όταν ο πατέρας τους επέστρεψε και έμαθε την τύχη της γυναίκας του ξέσπασε σε κλάματα. Ο μικρότερος γιος της οικογένειας ανέλαβε να τον παρήγορήσει. «Μη στεναχωριέσαι πατέρα. Θα κάνουμε άλλη μάνα», είπε αυθόρμητα. «Σε κάτι τέτοιες στιγμές ο άνθρωπος αναγκάζεται να γίνει πολύ σκληρός», λέει σήμερα ο κύριος Αγγελής.
Του νεκρού αδελφού
Από το παράθυρο του απέναντι σπιτιού, στο οποίο ζει μέχρι και σήμερα, ο 6χρονος τότε Παναγιώτης Σφουντούρης είδε την εκτέλεση της οικογένειας του Αγγελή Καστρίτη. «Ο γερο-Αγγελής μόλις είδε να σκοτώνουν τη γυναίκα και την κόρη του όρμησε στους Γερμανούς. Τον πυροβόλησαν όμως κι εκείνον», θυμάται. Από στιγμή σε στιγμή οι δολοφόνοι θα έρχονταν και στο δικό του σπίτι.
Η γιαγιά της οικογένειας Σφουντούρη, διαισθανόμενη τι πρόκειται να συμβεί, άνοιξε την καταπακτή που οδηγούσε σε ένα κελάρι κάτω από την κουζίνα και κρύφτηκε μαζί με τα δυο της εγγόνια. Στριμωγμένοι στην αποθηκούλα που είχε ύψος 80 μόλις πόντους, άκουγαν τις μπότες των Γερμανών να χτυπούν από πάνω τους. Η γιαγιά κράταγε τα στόματα των παιδιών για να μην ακουστεί ούτε η αναπνοή τους. «Περάσανε από πάνω μας. Μπήκανε από τη μία πόρτα και βγήκανε από την άλλη. Εγώ κάπου χτύπησα εκεί μέσα. Έτρεχε αίμα το κεφάλι μου, αλλά στην κατάσταση που ήμουν δεν το κατάλαβα. Μόνο όταν είδα το αίμα να έχει παγώσει κατάλαβα», διηγείται ο κύριος Παναγιώτης.
Και ξαφνικά δεν άκουγες τίποτα στο Δίστομο. Οι Γερμανοί φρόντισαν να φύγουν πριν να σουρουπώσει, φοβούμενοι πιθανή ενέδρα των ανταρτών. Η γιαγιά έβγαλε τα παιδιά από την κρυψώνα τους. «Άντε τραβάτε στη μάνα σας», είπε και ο Παναγιώτης και η Φανή ανέβηκαν στον πάνω όροφο. «Μπαίνοντας μέσα βλέπω τη μάνα μου να είναι γονατισμένη και ακουμπισμένη στο τζάκι. Πού να φανταστούμε έτσι όπως καθόταν ότι ήταν σκοτωμένη; Με το που την ακουμπήσαμε, έπεσε κάτω», λέει με έντονη συγκίνηση ο κύριος Παναγιώτης. «Στα πόδια της, ήταν το αδερφάκι μου, ο Νίκος , μόλις 2 ετών. Όχι σκοτωμένο… σφαγμένο. Αγκαλιάζω τον αδερφό μου και μου έμειναν τα αίματα επάνω μου». «Ε, περιττό να σας πως και για τον πατέρα μου…», θα καταλήξει.
Δεν ξεχνούν και δικαίωση ζητούν
Μπορεί να πέρασαν 70 χρόνια από τη μαύρη εκείνη μέρα, όμως στο Δίστομο κανένας δεν ξέχασε. Το βράδυ πριν συναντηθούμε, όλοι έμειναν άυπνοι. «Όταν μου έρχεται η ανάμνηση ταράζεται το κορμί μου. Εχθές που μου είπαν ότι θα έρθετε, δεν κοιμήθηκα καθόλου. Δεν μπορούν να σβήνουν αυτά τα πράγματα», θα πει η κυρία Φρόσω.
Μια μέρα μετά τις εκλογές του Μαΐου του 2012, η είδηση πως τα μαρτυρικά χωριά των Καλαβρύτων και του Διστόμου έδωσαν συνολικά 1.000 ψήφους στο νεοναζιστικό μόρφωμα της Χρυσής Αυγής φιγούραρε ψηλά σε όλα τα ΜΜΕ. Η σκόπιμη μιντιακή προπαγάνδα που εμφάνιζε τους δύο αυτούς μαρτυρικούς τόπους να έχουν «ξεχάσει» τη ναζιστική θηριωδία που υπέστησαν, νομιμοποιώντας με την ψήφο τους τους «πολιτικούς απογόνους» των δολοφόνων τους,έδωσε το πάτημα στους εκπροσώπους της Χρυσής Αυγής να δηλώνουν χωρίς ίχνος ντροπής ότι στο ερώτημα αν είναι ναζιστές απάντησαν οι Καλαβρυτινοί και οι Διστομίτες με την ψήφο τους. Τα ΜΜΕ, εξυπηρετώντας τα συμφέροντα που ήθελαν μια δυνατή και νομιμοποιημένη Χρυσή Αυγή να διαβαίνει για πρώτη φορά την πύλη του ελληνικού κοινοβουλίου στις επαναληπτικές εκλογές, «παρέλειψαν» τυχαία να ενημερώσουν το φιλοθεάμον κοινό ότι και οι δύο δήμοι είναι καλλικρατικοί και ότι οι πραγματικές ψήφοι μέσα από το δημοτικό διαμερίσματα των Καλαβρύτων ήταν 28 κι από το κυρίως Δίστομο -χωρίς τα Άσπρα Σπίτια – μόλις 8.
«Να ξεχάσουμε; Όταν έχεις χάσει 14 ανθρώπους από την οικογένεια σου, ξεχνιέται ο πόνος;», θα πει ο κύριος Παναγιώτης. «Οι σφαγείς του Διστόμου δεν συγχωρούνται. Με τη διαφορά ότι το κακό, που μου έκαναν, δεν θα μπορούσα ποτέ να τους το ανταποδώσω με τον ίδιο τρόπο. Ακόμη και αυτόν, που σκότωσε τους γονείς μου χωρίς λόγο, θα μπορούσα να τον ρωτήσω γιατί μου το ‘κανες αυτό, εγώ, όμως, δεν θα μπορούσα να πάρω ένα όπλο να τον σκοτώσω. Ούτε θα ήθελα να δω κάποιους άλλους να τον σκοτώνουν. Έτσι είναι η δική μου η ψυχή», θα πει η κυρία Νίτσα. Σχολιάζοντας δε τους «παραπλανημένους» υποτίθεται, νεοναζί ψηφοφόρους, αναρωτιέται: «Γιατί; Δεν τα ξέρουν όλα αυτά που έγιναν εδώ ; Δεν είχαν και αυτοί κάποιον παππού, κάποια γιαγιά, κάποιον έστω, μακρινό συγγενή, που να έπαθε κάτι από όλα αυτά; Και τότε να δούμε τι θα πούνε».
Η ιστορία που έχει την τάση να επαναλαμβάνεται, δεν θα μπορούσε να μην επαναληφθεί και στις πρόσφατες ευρωεκλογές. Η δημοσιογραφία του εντυπωσιασμού υπέπεσε στο ίδιο καθόλου αθώο λάθος. Αυτή τη φορά οι κάτοικοι του Διστόμου απάντησαν άμεσα με ψήφισμα, με το οποίο ζητούν «κανείς να μην δικαιούται και να μην νομιμοποιείται να χρησιμοποιεί τους νεκρούς και τα σύμβολα του Διστόμου προκειμένου να προβάλλει ανεύθυνα πολιτικές και προσωπικές επιδιώξεις», αναφερόμενοι στα ναζιστικά μορφώματα, τα ΜΜΕ και τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης.
Στο Δίστομο όχι μόνο δεν ξεχνούν, αλλά ζητούν και τη δικαίωση που δεν έχει έρθει ακόμα. Αν κι έχουν περάσει ήδη 70 χρόνια, το θέμα των πολεμικών αποζημιώσεων παραμένει ανοιχτή πληγή. Την ίδια στιγμή που οι πολιτικές ηγεσίες αρνούνται διαχρονικά και χαρακτηριστικά να αναλάβουν πρωτοβουλία, κρύβοντας το ζήτημα σε βαθιά συρτάρια -ακόμα και στο παρόν περιβάλλον οικονομικού ολοκληρωτισμού που επιβάλλεται έξωθεν – μια ομάδα Γερμανών, η «Ομάδα Δράσης ΑΚ» από το Αμβούργο και το «Εθνικό Συμβούλιο Διεκδίκησης των Οφειλών της Γερμανίας προς την Ελλάδα» περικύκλωσαν το περασμένο Σάββατο συμβολικά την γερμανική πρεσβεία σε ένδειξη διαμαρτυρίας. «Δεν είναι τα χρήματα το ζήτημα. Είναι όμως ηθική ικανοποίηση. Αυτό θέλω», θα πει ο κύριος Αγγελής . Πέραν τον χρημάτων που δικαιούνται οι Διστομίτες δεν εισέπραξαν ποτέ άλλωστε ένα επίσημο «συγγνώμη». Στο Δίστομο κανένας δεν ξεχνά. Ας μη ξεχάσουμε κι εμείς με τη σειρά μας το Δίστομο. Ας μη ξεχάσουμε τι σημαίνει φασισμός.
* Οι συνεντεύξεις έγιναν στο πλαίσιο της έρευνας για το ντοκιμαντέρ «Νεοναζί: Το Ολοκαύτωμα της Μνήμης»
Επιμνημόσυνη γονυκλισία
Νικηφόρος Βρεττάκος
Δεν σας ξεχάσαμε.
Είναι η καρδιά μας ένα ευρύ πεδίο αναστάσεως.
Δεν σας αφήσαμε άνιφτους κι άντυτους,
όλο αίματα, τρύπες και χώματα.
Μάρτυς ο ήλιος μας δεν σας ξεχάσαμε!
Η καρδιά μας μεγάλωσε, απόχτησε ουρανό
με σελήνη κι αστέρια δικά της, λαμπρά,
για τους ήρωες, τους μάρτυρες, τους αγίους της.
Σκηνώσατε μέσα της κι υπάρχει απ’ όταν
χάσατε εδώ τα παιδιά και τα σπίτια σας.
Υπάρχετε μέσα κι έξω από μας, στα δέντρα
που φυτέψατε και ψήλωσαν, άνθισαν, κάρπισαν
μόνα τους, δίχως εσάς. Δεν σας ξεχάσαμε!…
Κι αν δεν σας κάναμε αιώνιο τραγούδι
δεν φταίμε εμείς. Σε τούτο τον τόπο είναι πολλά αυτά που το ύψος τους
φαίνεται δύσκολα. Περιβλημένες από ένα
πλατύγυρο φως καμωμένο από διάφανο αίμα
οι μορφές σας, στέκουν πάνω απ’ την ποίηση.
Δε χωράνε στη μουσική. Ούτε φθόγγοι ούτε λέξεις
δεν φτάνουν να φτιάξουμε, ωραίο-ωραίο, καθώς
θα της ταίριαζε, ένα ένδυμα στη θυσία σας.
Αν μπορείτε ν’ ακοόυσετε τη σιωπή μας, ακούστε τη
αδελφοί. Συγχωρέστε μας. Δεν σας ξεχάσαμε!
* Φωτογραφία: «Η σφαγή του Διστόμου», Ξυλογραφία του Αλέξανδρου Κορογιαννάκη